Η εξαφάνιση προσώπου αποτελεί πολλαπλή παραβίαση των βασικών και θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι παραβιάσεις αυτές δεν περιορίζονται στα δικαιώματα των αγνοουμένων προσώπων, αλλά επεκτείνονται και στα δικαιώματα των οικογενειών τους. Εκείνοι που διαπράττουν αυτό το έγκλημα δεν είναι ένοχοι μόνο για την εξαφάνιση των αγνοουμένων προσώπων, αλλά και για τη διαιώνιση της δυστυχίας των οικογενειών, με το να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες για την τύχη των αγαπημένων τους.
Ελληνοκύπριοι και Έλληνες αγνοούμενοι της τούρκικης εισβολής
Σε ανθρώπινους όρους, η πιο οδυνηρή επίπτωση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 είναι το τραγικό ανθρωπιστικό πρόβλημα των αγνοουμένων προσώπων και των οικογενειών τους. Κατά τη διάρκεια και μετά την τουρκική εισβολή, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι είχαν συλληφθεί και κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κύπρο από τον τουρκικό στρατό και τους Τουρκοκύπριους παραστρατιωτικούς, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες των Τούρκων στρατιωτικών. Επιπρόσθετα, πάνω από 2000 αιχμάλωτοι πολέμου είχαν μεταφερθεί παράνομα στην Τουρκία και κρατηθεί σε τουρκικές φυλακές. Κάποιοι από αυτούς δεν αφέθησαν ελεύθεροι κι εξακολουθούν να αγνοούνται. Εκατοντάδες άλλοι Ελληνοκύπριοι, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες (περιλαμβανομένων ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών) εξαφανίστηκαν σε περιοχές υπό τουρκική κατοχή και είναι σήμερα αγνοούμενοι. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν καλά τεκμηριωμένες μαρτυρίες ότι τα αγνοούμενα πρόσωπα εθεάθησαν για τελευταία φορά ζωντανά στα χέρια του τουρκικού στρατού ή των Τουρκοκυπρίων, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες και την ευθύνη των τουρκικών δυνάμεων κατοχής.
Ο ρόλος της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων (ΔΕΑ)
Η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ) της Κύπρου, η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, έχει ως αποστολή της τη διερεύνηση 1468 υποθέσεων Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων αγνοουμένων, καθώς και 502 υποθέσεων Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων. Η ΔΕΑ συστάθηκε το 1981 σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών.
Η ΔΕΑ είναι μια τριμελής διακοινοτική διερευνητική επιτροπή, αποτελούμενη από ένα αντιπρόσωπο της ελληνοκυπριακής κοινότητας, ένα αντιπρόσωπο της τουρκοκυπριακής κοινότητας κι ένα Τρίτο Μέλος, που υποδεικνύεται από τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ) και διορίζεται από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
Η ανθρωπιστική αποστολή της Επιτροπής, η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα και με τη συμμετοχή των Ηνωμένων Εθνών, είναι να διερευνήσει και εξακριβώσει την τύχη όλων των αγνοουμένων προσώπων στην Κύπρο.
Για περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά τη ΔΕΑ και το έργο της σχετικά με την εκταφή, ταυτοποίηση και επιστροφή λειψάνων αγνοουμένων, παρακαλώ επισκεφθείτε την ιστοσελίδα της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους της Κύπρου.
Η Συμφωνία της 31ης Ιουλίου 1997 μεταξύ του Προέδρου Γλαύκου Κληρίδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς
Την 31η Ιουλίου 1997, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Γλαύκος Κληρίδης και ο τότε ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας κ. Ραούφ Ντενκτάς, κατέληξαν, στην παρουσία του Επικεφαλής της Αποστολής των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο, σε συμφωνία για τους αγνοουμένους.
Οι δύο ηγέτες διακήρυξαν ότι σέβονται το δικαίωμα των συγγενών των αγνοουμένων να πληροφορηθούν για την τύχη των αγαπημένων τους με πειστικό και καθοριστικό τρόπο. Οι δύο ηγέτες αναγνώρισαν περαιτέρω το δικαίωμα εκείνων των οικογενειών των οποίων τα αγνοούμενα μέλη θα αποδεικνύονταν νεκρά, να τους δοθούν (στο μέτρο του δυνατού) τα λείψανα για την πρέπουσα ταφή. Για το λόγο αυτό η συμφωνία προβλέπει την ανταλλαγή πληροφοριών για τις τοποθεσίες όπου μπορεί να βρίσκονται τάφοι Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων, καθώς και για την προετοιμασία των αναγκαίων διευθετήσεων που θα οδηγήσουν στην επιστροφή των λειψάνων αγνοουμένων προσώπων στους συγγενείς τους.
Οι αντιπρόσωποι των δύο πλευρών που διορίστηκαν για την εφαρμογή της συμφωνίας, πραγματοποίησαν δύο συναντήσεις, κατά τις οποίες αντηλλάγησαν προκαταρκτικές πληροφορίες για τοποθεσίες τάφων. Δυστυχώς, κατά τη δεύτερη συνάντηση ο Τουρκοκύπριος αντιπρόσωπος πρόβαλε νέες προϋποθέσεις που δεν προβλέπονταν στη συμφωνία, και συνεπώς η περαιτέρω εφαρμογή της συμφωνίας δεν ήταν δυνατή. Αυτό επισημαίνεται στην Έκθεση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την Επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο για την περίοδο 8 Δεκεμβρίου 1997 μέχρι 8 Ιουνίου 1998, όπου αναφέρεται σαφώς ότι «σαν αποτέλεσμα της θέσης που πήρε η τουρκοκυπριακή πλευρά, δεν επετεύχθη πρόοδος προς την εφαρμογή της συμφωνίας της 31ης Ιουλίου 1997».
Η πολιτική της Κυπριακής Κυβέρνησης
Στόχος της κυβέρνησης είναι να διακριβώσει την τύχη κάθε αγνοούμενου προσώπου στη βάση συγκεκριμένων και τεκμαρτών αποδείξεων. Γι αυτό το λόγο, η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αποδεχθεί «την υπόθεση του θανάτου» ως λύση αυτού του ανθρωπιστικού προβλήματος. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο προς τις ανθρωπιστικές αρχές και την πρακτική, καθώς δεν απαντά στο νόμιμο δικαίωμα των οικογενειών, να πληροφορηθούν για την τύχη των αγαπημένων τους με πειστικό και καθοριστικό τρόπο και να τους δοθούν τα λείψανά τους για την πρέπουσα ταφή, αν αποδειχτούν νεκροί.
Η προσέγγιση αυτή δεν περιορίζεται στους Ελληνοκύπριους αγνοούμενους, αλλά και στους Τουρκοκυπρίους. Το 2001, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών κ. Κασουλίδης εξέφρασε την ετοιμότητα της Κυβέρνησης να προχωρήσει με εκταφές αγνοουμένων Τουρκοκυπρίων που είχαν σκοτωθεί στη διάρκεια της εισβολής του 1974 και ταφή σε περιοχές που βρίσκονται στην ελεγχόμενη από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχή. Επιπρόσθετα, ο κ. Κασουλίδης έκανε έκκληση στους συγγενείς των Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων να δώσουν δείγματα αίματος και προθανάτια πληροφόρηση, ώστε να βοηθηθούν οι επιστήμονες στην ταυτοποίηση των λειψάνων με τη μέθοδο του DNA. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης κ. Ραούφ Ντενκτάς είχε δηλώσει τότε ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν πρόκειται να δώσουν αίμα, «ούτε ένα κόκκο σκόνης», για το σκοπό αυτό (Εφημερίδα «Γιενί Ντεμοκράτ», 26.6.2001).
Ανεξάρτητα από την αρνητική στάση της Τουρκικής πλευράς, η Κυπριακή κυβέρνηση έχει αποδείξει την υποστήριξή της στις προσπάθειες για διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων, με τη θετική στάση της και συνεχή υποστήριξη σε όλες τις προσπάθειες που αποσκοπούν στη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων, λαμβάνοντας πολλά μονομερή μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση και υποστηρίζοντας πρακτικά το έργο της ΔΕΑ.
Η κυβέρνηση κάνει έκκληση σε όλους τους εμπλεκόμενους να συνεργαστούν, ειδικά στην κυβέρνηση της Τουρκικής Δημοκρατίας η οποία, ως η χώρα που ευθύνεται για την εξαφάνιση των αγνοουμένων προσώπων, με βάση την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Κύπρος Vs Τουρκίας, κατέχει όλες τις αποδείξεις και πληροφορίες αναφορικά με την τύχη τους. Η Τουρκία έχει τη νομική και ηθική ευθύνη να συνεργαστεί στην προσπάθειες αποκατάστασης των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των αγνοουμένων και των οικογενειών τους στην Κύπρο.
Απόφαση Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (10 Μαΐου 2001)
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχε εξετάσει το θέμα των αγνοουμένων προσώπων μετά από τέσσερις προσφυγές της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας (Προσφυγές υπ’ αρ, 67801/74, 6950/75, 8007/77, 25781/94). Οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που υιοθετήθηκαν αντίστοιχα το 1976, 1983 και 1999 τόνιζαν ότι η Τουρκία είχε παραβιάσει θεμελιώδη άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στην Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου κατά της Τουρκίας (Προσφυγή υπ’ αρ. 25781/94), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) απεφάσισε στις 10 Μαΐου 2001 ότι οι Τουρκικές αρχές δεν είχαν ποτέ διερευνήσει τους ισχυρισμούς συγγενών ότι αγνοούμενοι είχαν εξαφανιστεί μετά από κράτησή τους υπό συνθήκες που δημιουργούσαν πραγματική ανησυχία για την ασφάλειά τους. Επιπρόσθετα, το ΕΔΑΔ απεφάσισε ότι η αποτυχία της Τουρκίας να διερευνήσει αποτελεσματικά, με σκοπό να διευκρινίσει, την τύχη των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων, που είχαν εξαφανιστεί σε απειλητικές για τη ζωή τους συνθήκες, ήταν μια συνεχής παραβίαση των διαδικαστικών υποχρεώσεων σύμφωνα με το Άρθρο 2 της Σύμβασης για την προστασία του δικαιώματος ζωής. Ακόμα το Δικαστήριο απεφάσισε ότι η αποτυχία των αρχών της Τουρκικής Δημοκρατίας αποτελούσε συνεχή παραβίαση του Άρθρου 5 της Σύμβασης, αναφορικά με οποιαδήποτε αγνοούμενα πρόσωπα τα οποία κατά το χρόνο της εξαφάνισής τους βρίσκονταν υπό κράτηση. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι «η σιωπή των αρχών … ενόψει των πραγματικών ανησυχιών των συγγενών των αγνοουμένων φθάνει σε τέτοιο επίπεδο σοβαρότητας, το οποίο μπορεί να κατηγοριοποιηθεί μόνο ως απάνθρωπη μεταχείριση εντός της έννοιας του Άρθρου 3».
Λόγω της μη συμμόρφωσης της Τουρκίας με την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στην 928η συνάντηση των Αναπληρωτών Υπουργών στις 7 Ιουνίου 2005, υιοθέτησε το μοναδικό ως τώρα σε Διακρατική υπόθεση, Ενδιάμεσο Ψήφισμα αναφορικά με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) της 10ης Μαΐου 2001 στην Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου κατά της Τουρκίας.
Το Ενδιάμεσο Ψήφισμα απαιτούσε μεταξύ άλλων όπως ληφθούν από την Τουρκία αποτελεσματικά μέτρα προς χειρισμό του τραγικά άλυτου ανθρωπιστικού προβλήματος των αγνοουμένων προσώπων, 30 χρόνια μετά την εισβολή.