Έμβλημα Κυπριακής Δημοκρατίας
Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Χάγη

Eγκλωβισμένοι

Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των Κυπρίων εγκλωβισμένων μπορούν να καταδειχτούν με απλή αναφορά στους αριθμούς τους μετά την Τουρκική εισβολή του 1974. Τον Ιούλιο εκείνου του έτους ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός της περιοχής, την οποία σήμερα κατέχουν τα τουρκικά στρατεύματα, ήταν 162,000. Στο τέλος της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής τον Αύγουστο του 1974, 142,000 Κύπριοι είχαν εκδιωχθεί ή αναγκαστεί να φύγουν για να σωθούν. Οι περισσότεροι από τις 20,000 που παρέμειναν, κυρίως στη χερσόνησο της Καρπασίας ( Έκθεση S/11488 του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1974) υποχρεώθηκαν σταδιακά να εγκαταλείψουν την περιοχή. Σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Γραμματέα προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων που ζουν σήμερα σ’ αυτή την περιοχή, έχει μειωθεί στους 427 Ελληνοκυπρίους και 165 Μαρωνίτες (S/1122, 30 Νοεμβρίου 2001, παραγρ. 8). Συνεπώς, ο ολικός αριθμός των Κυπρίων που έχουν εκδιωχθεί από το σπίτια τους ανέρχεται σε πάνω 160,000, δηλαδή στο ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου το 1974.

Η μείωση καθίσταται όλο και πιο εκπληκτική αν λάβει κανείς υπόψη τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στη Βιέννη στις 2 Αυγούστου 1975, με την οποία η τουρκική πλευρά αναλάμβανε να παράσχει στον εγκλωβισμένο πληθυσμό «κάθε βοήθεια για να διάγει ομαλή ζωή, περιλαμβανομένων διευκολύνσεων για την παιδεία και για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων του, καθώς και ιατρική περίθαλψη από δικούς του γιατρούς και ελευθερία διακίνησης στο βορρά». Σε πρακτικό επίπεδο, οι Κύπριοι υποβάλλονταν σε συνεχή παρενόχληση, περιλαμβανομένων σωματικών επιθέσεων, περιορισμών στη διακίνηση, άρνησης στην πρόσβαση σε επαρκή ιατρική φροντίδα, άρνησης επαρκών εκπαιδευτικών διευκολύνσεων, ιδιαίτερα πέραν της στοιχειώδους εκπαίδευσης, περιορισμών του δικαιώματος χρήσης και κληροδότησης της ακίνητης περιουσίας τους και περιορισμών της ελεύθερης λατρείας στις εκκλησίες και τα μοναστήρια τους. Επρόκειτο, συνεπώς, για μια σκόπιμη πολιτική εθνικού ξεκαθαρίσματος, που ανάγκαζε τους εγκλωβισμένους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, ώστε να εξαλειφθεί κάθε ίχνος Ελληνικής Κυπριακής παρουσίας στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.

Η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών, ευαισθητοποιημένη για τη δοκιμασία των εγκλωβισμένων, εξέτασε την κατάσταση και προέβη σε αριθμό εισηγήσεων για βελτίωση της κατάστασής τους, όπως ανέφερε ο Γενικός Γραμματέας προς το Συμβούλιο Ασφαλείας (Έκθεση 10ης Δεκεμβρίου 1955, S/1995/1020, παραγρ.24). Μερικές από τις πιο σημαντικές συστάσεις είναι οι ακόλουθες:

«Όπως όλοι οι περιορισμοί στη χερσαία διακίνηση αρθούν, η πρόσβαση στο Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα γίνεται απρόσκοπτα, επιτραπεί στους Ελληνοκύπριους να διακινούνται με τα δικά τους αυτοκίνητα, όπως τους επιτραπεί να δέχονται επισκέπτες προερχόμενους εκτός των κατεχομένων περιοχών, όπως επιτρέπεται σε παιδιά εγκλωβισμένων που έχουν υποχρεωθεί από την τουρκική πλευρά να ζουν στα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση εδάφη για εκπαιδευτικούς σκοπούς, να επισκέπτονται τους γονείς τους ανεμπόδιστα, όπως τους επιτρέπεται να κληροδοτούν την περιουσία τους στους συγγενείς τους, τους επιτραπεί να έχουν σχολεία μέσης εκπαίδευσης, όπως τερματιστεί η συνεχής παρουσία ‘αστυνομίας’ στη ζωή τους, όπως έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στο τηλέφωνο, όπως επιτρέπεται σε Ελληνοκύπριους γιατρούς να τους επισκέπτονται, όπως επιτραπεί στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ να έχει απεριόριστη ελευθερία διακίνησης στη χερσόνησο της Καρπασίας και εγκαθιδρυθούν φυλάκια σύνδεσμοι».

Παρομοίως, σε σχέση με τους Μαρωνίτες, η ΟΥΝΦΙΚΥΠ εισηγήθηκε την άρση όλων των περιορισμών στην ελευθερία διακίνησής τους, τη δημιουργία ιατρικού κέντρου για τις ανάγκες τους, την παροχή τηλεφωνικής υπηρεσίας, ελεύθερη και χωρίς συνοδεία πρόσβαση στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ, βελτίωση της υδατοπρομήθειας στα χωριά τους και βελτιωμένη πρόσβαση στους χώρους λατρείας τους (Έκθεση S/1995/1020, παραγρ.25). Παρά το γεγονός ότι, σεβόμενη τις ανησυχίες της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, η τουρκική πλευρά επέτρεψε κάποιες μικρές βελτιώσεις στη ζωή των εγκλωβισμένων, οι συνθήκες διαβίωσής τους παραμένουν άθλιες και αμετάβλητες. Το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί πλήρως με τις διαπιστώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 10ης Μαΐου 2001, το οποίο εξέτασε το θέμα των εγκλωβισμένων στα πλαίσια της Τετάρτης Διακρατικής Προσφυγής της Κύπρου κατά της Τουρκίας. Στην Έκθεσή της, που δημοσιεύθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1999, η Επιτροπή παρατήρησε μεταξύ άλλων:

«Σαν σύνολο, η καθημερινή ζωή των Ελληνοκυπρίων στο βόρειο τμήμα της Κύπρου χαρακτηρίζεται από πλήθος δυσκολιών. Η απουσία συνηθισμένων μέσων επικοινωνίας, η μη πρόσβαση στον Ελληνοκυπριακό Τύπο, ο ανεπαρκής αριθμός ιερέων, η δύσκολη επιλογή ενώπιον της οποίας τίθενται οι γονείς και τα παιδιά τους αναφορικά με τη μέση εκπαίδευση, οι περιορισμοί και οι διατυπώσεις που μπαίνουν στην ελευθερία διακίνησης, το αδύνατο της διατήρησης περιουσιακών δικαιωμάτων μετά την αναχώρηση ή το θάνατο, και διάφοροι άλλοι περιορισμοί δημιουργούν ένα αίσθημα ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ότι είναι αναγκασμένα να ζουν σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον, στο οποίο είναι σχεδόν αδύνατο να διάγουν ομαλή ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Καθώς αυτές οι αρνητικές συνθήκες διαβίωσης είναι σε μεγάλο βαθμό το άμεσο αποτέλεσμα της επίσημης πολιτικής που ακολουθεί η υπό κατηγορία κυβέρνηση και η υποτελής της διοίκηση, συνιστούν παράγοντες, οι οποίοι επιδεινώνουν την πιο πάνω ανάμιξη στα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων εγκλωβισμένων σύμφωνα με το Άρθρο 8 της Σύμβασης ( παραγρ. 489)».

Περαιτέρω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το πλήθος των δυσκολιών, που αποτελούν σοβαρή επέμβαση στα δικαιώματα των εγκλωβισμένων για την ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή, καθώς και για το οικογενειακό τους άσυλο, ήταν πρακτικές διακρίσεων ειδικά εναντίον των Ελληνοκυπρίων και, σχεδόν στον ίδιο βαθμό, εναντίον των Μαρωνιτών, λόγω της εθνικής τους καταγωγής, φυλής και θρησκείας. Αυτή η διάκριση, κατέληξε η Επιτροπή, «ισούται με ταπεινωτική μεταχείριση» (παραγρ. 499). Οι παρενοχλήσεις στην καθημερινή ζωή των εγκλωβισμένων, μαζί με τη σκληρότητα με την οποία εφαρμόζονται, δικαιολογεί τα συμπεράσματα της Έκθεσης ότι ισούνται με «προσβολή κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» (παραγρ.498).

Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης επέμβαση στο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, παραβίαση του δικαιώματός τους της ελεύθερης έκφρασης που προέκυπτε από το γεγονός ότι τα σχολικά βιβλία του δημοτικού υποβάλλονταν σε υπερβολική λογοκρισία, παραβίαση του Άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου 1 λόγω άρνησης να παράσχουν μέση εκπαίδευση στα παιδιά των εγκλωβισμένων, καθώς και συνεχιζόμενη παραβίαση του δικαιώματός τους για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους, που προέκυπτε από την πρακτική των τουρκοκυπριακών «αρχών» να καταλαμβάνουν την περιουσία όσων εγκλωβισμένων εγκαταλείπουν τις κατεχόμενες περιοχές ή πεθαίνουν.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφασή του της 10ης Μαΐου 2001 στην υπόθεση της Κύπρου νs. Τουρκίας, Αίτηση υπ’ αρ. 257 (81/94), για πρώτη φορά απεφάνθη επί του συνόλου όλων των επιπτώσεων της Τουρκικής εισβολής και συνεχιζόμενης στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο. Οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου σχετικά με τη μεταχείριση των λιγοστών Ελληνοκυπρίων και Μαρωνιτών που διαβιούν ακόμα στην κατεχόμενη περιοχή είναι αρκετά σημαντικές. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής των Ελληνοκυπρίων εγκλωβισμένων παρεμποδιζόταν σοβαρά από τα μέτρα που επέβαλε η «ΤΔΒΚ» για περιορισμό της επανένωσης οικογενειών, αποκλείοντας τη δυνατότητα ομαλής οικογενειακής ζωής (παραγρ. 292-293). Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι Ελληνοκύπριοι τελούσαν υπό παρακολούθηση αναφορικά με τις επαφές και τις κινήσεις τους, κι ότι αυτή η παρακολούθηση έφθανε μέχρι του σημείου ‘κρατικοί’ πράκτορες να είναι παρόντες μέσα στα σπίτια Ελληνοκυπρίων κατά τη διάρκεια κοινωνικών ή άλλων επισκέψεων (παραγρ. 294). Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι τέτοιες αδιάκριτες και επιδρομικές ενέργειες συνιστούσαν παραβίαση του δικαιώματος του Ελληνοκυπριακού πληθυσμού στην περιοχή της Καρπασίας όσον αφορά το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής» (παραγρ. 295). Το Δικαστήριο προσυπέγραψε τα συμπεράσματα της Επιτροπής ως προς το ότι:
«Οι περιορισμοί που πλήττουν την καθημερινή ζωή των Ελληνοκυπρίων εγκλωβισμένων δημιουργούν ανάμεσά τους το αίσθημα ότι «είναι αναγκασμένοι να ζουν σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον, στο οποίο είναι σχεδόν αδύνατο να διάγουν μια ομαλή ιδιωτική και οικογενειακή ζωή». Προς υποστήριξη των συμπερασμάτων αυτών, η Επιτροπή σημείωσε ότι οι αρνητικές συνθήκες στις οποίες υποβαλλόταν ο ενδιαφερόμενος πληθυσμός περιλάμβανε: την έλλειψη συνηθισμένων μέσων επικοινωνίας (…), την αδυναμία πρόσβασης στον ελληνοκυπριακό Τύπο (…), τον ανεπαρκή αριθμό ιερέων (…), τη δύσκολη απόφαση την οποία αντιμετώπιζαν οι γονείς και μαθητές σχετικά με τη μέση εκπαίδευση (…), τους περιορισμούς και τις διατυπώσεις που εφαρμόζονταν στην ελεύθερη διακίνηση, περιλαμβανομένων για σκοπούς ιατρικής περίθαλψης και συμμετοχής σε δικοινοτικές εκδηλώσεις, καθώς και το αδύνατο της διατήρησης των περιουσιακών δικαιωμάτων σε περίπτωση αναχώρησης ή θανάτου».

Το Δικαστήριο πρόσθετε ότι τέτοιοι περιορισμοί ήταν παράγοντες επιβαρυντικοί των παραβιάσεων (παραγρ. 301). Το Δικαστήριο σημείωνε ακόμα την άποψη του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ότι οι σοβαροί περιορισμοί στην άσκηση των βασικών ελευθεριών, είχαν σαν αποτέλεσμα να διασφαλίσουν ότι «αναπόφευκτα, με το πέρασμα του χρόνου, η κοινότητα της Καρπασίας θα έπαυε να υπάρχει». Αυτό θα ήταν η συνέπεια της απαγόρευσης για κληροδότηση της περιουσίας σε συγγενείς εκτός του βόρειου τμήματος του νησιού και της απαγόρευσης σε παιδιά που είχαν φύγει για σκοπούς μέσης εκπαίδευσης, να επιστρέψουν (παραγρ. 307). Η επικρατούσα κατάσταση οδηγούσε, σύμφωνα με το Δικαστήριο, στο αναπόφευκτο συμπέρασμα «ότι οι υπό εξέταση επεμβάσεις στρέφονταν κατά της ελληνοκυπριακής κοινότητας της Καρπασίας ακριβώς λόγω του ότι ανήκαν σ’ αυτή την κατηγορία ατόμων. Η μεταχείριση στην οποία υποβάλλονταν στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου μπορεί μόνο να αποδοθεί στα χαρακτηριστικά που τους ξεχώριζαν από τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό, συγκεκριμένα την εθνική τους καταγωγή, φυλή και θρησκεία. Το Δικαστήριο σημείωνε περαιτέρω ότι είναι πολιτική του υπό κατηγορία Κράτους να επιδιώκει συζητήσεις εντός του πλαισίου των διακοινοτικών συνομιλιών στη βάση διζωνικών και δικοινοτικών αρχών (…) Η προσήλωση του υπό κατηγορία κράτους σ’ αυτές τις αρχές πρέπει να θεωρηθεί ότι αντανακλάται στην κατάσταση στην οποία οι Ελληνοκύπριοι της Καρπασίας ζούν και είναι υποχρεωμένοι να ζούν: απομονωμένοι, περιορισμένοι στις κινήσεις τους, ελεγχόμενοι και χωρίς προοπτική ανανέωσης ή ανάπτυξης της κοινότητάς τους. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο πληθυσμός αυτός είναι καταδικασμένος να ζει, είναι ταπεινωτικές και παραβιάζουν την ίδια την ιδέα του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του».

Κατά την κρίση του Δικαστηρίου και αναφορικά με την υπό εξέταση περίοδο, η δυσμενής μεταχείριση έφθασε σε επίπεδο σκληρότητας τέτοιο που να αποτελεί ταπεινωτική μεταχείριση» (παραγρ. 309 και 310). Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων της Καρπασίας να θρησκεύονται ελεύθερα σύμφωνα με το Άρθρο 9, παραβιάζονταν από τους περιορισμούς στην τέλεση Ελληνορθοδόξων λειτουργιών κατά κανονικό και τακτικό τρόπο (μη έγκριση διορισμού ιερέων και περιορισμοί στην πρόσβαση προς το Μοναστήρι του Αποστόλου Αντρέα, καθώς και περιορισμοί στην πρόσβαση χώρων λατρείας έξω από τα χωριά τους) (παραγρ. 243-246). Το Δικαστήριο απεφάνθη επίσης ότι το Άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης) είχε παραβιαστεί, λόγω υπερβολικής λογοκρισίας που επιβαλλόταν στα σχολικά βιβλία του δημοτικού, μεγάλος αριθμός των οποίων, άσχετα με το πόσο αθώο ήταν το περιεχόμενό τους, λογοκρίνονταν μονομερώς ή απορρίπτονταν από τις αρχές της «ΤΔΒΚ» (παραγρ. 252 και 254).

Το Δικαστήριο σημείωσε το γεγονός ότι η ακίνητη περιουσία Ελληνοκυπρίων στην Καρπασία που εγκατέλειπαν μόνιμα την «ΤΔΒΚ», εθεωρείτο ως «εγκαταλειφθείσα» και άρα μπορούσε να κατανεμηθεί σε τρίτους. Αυτό αποτελούσε συνεχιζόμενη παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1. Η άρνηση να αναγνωριστούν τα κληρονομικά δικαιώματα των προσώπων που ζουν στη νότια Κύπρο επί της περιουσίας αποθανόντων συγγενών τους στη βόρεια Κύπρο, αποτελούσε επίσης παραβίαση του Άρθρου 1, λόγω του ότι η ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τέτοιων προσώπων δεν είναι διασφαλισμένη (παραγρ. 269 και 270).

Καταληκτικά, το δράμα των εγκλωβισμένων Κυπρίων, τόσο Ελλήνων όσο και Μαρωνιτών, συνεχίζεται αμείωτο, παρά τις διαμαρτυρίες και εκκλήσεις της Κυπριακής Κυβέρνησης για την ανάγκη πλήρους εφαρμογής της Συμφωνίας της Γ΄ Βιέννης του 1975.

Ζητείται από την Τουρκία να αναλάβει περαιτέρω μέτρα για τη βελτίωση των απαράδεκτων συνθηκών διαβίωσης των Κυπρίων εγκλωβισμένων στο τουρκοκρατούμενο τμήμα της Κύπρου. Η συνεχιζόμενη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των εγκλωβισμένων, όπως έχει διαπιστώσει η Επιτροπή, είναι προσβολή της αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων.


Covid19