Κυπριακή Δημοκρατία
Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Βερολίνο

Εκδηλώσεις


Mιχάλης Πιερής «H Kύπρος μπροστά στην Eυρώπη. Eν μέρει ιστορική και εν μέρει ποιητική «εξήγηση» »
24/05/2007


Mιχάλης Πιερής «H Kύπρος μπροστά στην Eυρώπη. Eν μέρει ιστορική και εν μέρει ποιητική «εξήγηση»»

Ένα έργο της λογοτεχνίας προσφέρει πρωτίστως τη χαρά και την αισθητική απόλαυση από την ποιότητα της μορφής του, το καλλιεργημένο ύφος, την έντεχνη οργάνωση της αφηγηματικής ύλης, την εξαιρετική χρήση της γλώσσας. Παράλληλα προσφέρει τη δυνατότητα κατανόησης, μέσα από διαφορετικούς τρόπους (όχι αυτούς της απευθείας μελέτης των ιστορικών πηγών), της εποχής που έζησε ο συγγραφέας και διαμόρφωσε την κοσμοθεωρία και τη λογοτεχνική του ταυτότητα. Επιπλέον, μας διανοίγει την προοπτική να στοχαστούμε πάνω σε θέματα της συλλογικής συνείδησης μιας εποχής. Υπ’ αυτή την έννοια, ένα σημαντικό έργο της λογοτεχνίας προσφέρεται σε πολλαπλές αναγνώσεις, ανάλογα με τις ανάγκες και τις αναζητήσεις μιας εποχής και μιας αναγνωστικής κοινότητας. Η μελέτη των βαθύτερων δομών ενός σημαντικού λογοτεχνικού κειμένου, μπορεί να δώσει απαντήσεις ακόμη και σε σύγχρονες πολιτικές απορίες ενός έθνους ή ενός κράτους το οποίο συνεχίζει να βρίσκεται σε πορεία αναζήτησης της καλύτερης δυνατής λύσης σε χρόνια προβλήματα που το ταλαιπωρούν, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου.

Αλήθεια ποια είναι η Κύπρος; «Ποιος το γνώριζει τούτο το νησί;», όπως έγραψε σ’ ένα του ποίημα ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Mαχαιράς την ορίζει ως «μια πέτρα απλικεμένη [=εγκατεστημένη] μες στη θάλασσα, και γύρω της Σαρακηνοί και Tούρκοι». Μια μικρή δηλαδή χώρα που βρίσκεται σε ένα επίμαχο σημείο διαπάλης πολιτισμών και ποικίλων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Ωστόσο, αυτή η τεράστια ήπειρος σε διαστάσεις παιδικού παιχνιδιού, δημιούργησε τον δικό της πολιτισμό αντοχής και κυπριώτικου πείσματος. Bρίσκοντας τη δύναμη και την τέχνη να επιβιώνει μέσα στις θύελλες, τις εισβολές, τους χαλασμούς.

Έμαθε και χρησιμοποίησε ξένες γλώσσες (τον μεσαίωνα μιλιούνταν δώδεκα γλώσσες στην Kύπρο), γνώρισε ήθη και θρησκείες των κατακτητών, μα κράτησε τον χαρακτήρα του αρχέγονου πολιτισμού της. Eμπορεύτηκε σοφά τις καλές πραγμάτειες και διακίνησε αγαθά σε Δύση και Aνατολή αποκτώντας πλούτο και δύναμη και αξία. Kατόρθωσε να επιβιώσει στο πιο δύσκολο σταυροδρόμι βρίσκοντας τρόπο να ισορροπήσει ανάμεσα σε Aνατολή και Δύση, Bορρά και Nότο.

Διατηρώντας τα κύρια συστατικά του πολιτισμού της: τις βυζαντινές καταβολές, την κοινή ελληνική λαλιά του μείζονος ελληνισμού, τη χριστιανική παράδοση, τη συμφιλίωση με το έτερο στοιχείο και επομένως την αποδοχή του άλλου και την ειρηνική συνύπαρξη με τις μειονότητες, εκτός όταν ο ξένος παράγοντας, στην περίπτωση της Κύπρου ο βρεττανικός, μεθόδευε και πριμοδοτούσε την ενδοκοινοτική διαμάχη, προκειμένου να υπηρετήσει δικά του συμφέροντα στην περιοχή.

Αυτή η εκμετάλλευση της τουρκοκυπριακής κοινότητας από τους Βρεττανούς που έβλαψε σε καθοριστικό βαθμό τα συμφέροντα της Κύπρου και του λαού της, αποτελεί το πιο κρίσιμο στοιχείο στη νεότερη ιστορία του κυπριακού ζητήματος. Ο μεγαλύτερος ποιητής της σύγχρονης Τουρκίας κι ένας από τους μεγαλύτερους ευρωπαίους ποιητές, ο Ναζίμ Χικμέτ, έχοντας συλλάβει τη νομοτέλεια μέσα στην οποία λειτουργούσε η πατροπαράδοτη αγγλική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», κάλεσε, σε μια εξαιρετική για τον πατριωτισμό της δήλωση τον Απρίλιο του 1955, τους Τουρκοκύπριους να μην συνεργαστούν με τους Άγγλους στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν τον αντι-αποικιοκρατικό αγώνα των Ελληνοκυπρίων, αλλά αντιθέτως να «συνεργαστούν με τους Έλληνες Kυπρίους για την απαλλαγή της νήσου από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Mόνο όταν η νήσος απαλλαγεί από τους Άγγλους ιμπεριαλιστάς, [γράφει] οι Τούρκοι κάτοικοί της θα μπορέσουν να ζήσουν πραγματικά ελεύθεροι. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με την ενότητα του κυπριακού λαού, με τη συνεργασία από Τούρκους και Έλληνες Κυπρίους στην πάλη εναντίον του ξένου δυνάστου». Και καταλήγει ο Χικμέτ: «Εκείνοι που προσπαθούν να στρέψουν τους Τούρκους εναντίον των Ελλήνων, μόνον το συμφέρον του ξένου κατακτητή εξυπηρετούν» (εφ. Αυγή, 17-4-1955. Αναδημοσίευση από τον Πέτρο Παπαπολυβίου, εφ. Ο Φιλελεύθερος, 31-3-2007).

Δυστυχώς γνωρίζουμε σήμερα ότι σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή (της εξέγερσης των Ελληνοκυπρίων κατά της Βρεττανικής Αποικιοκρατίας), βρήκαν οι Άγγλοι κατάλληλο έδαφος για να ρίξουν το σπόρο της ενδοκοινοτικής διαμάχης. Παράλληλα, με το λάθος της αποδοχής των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου (1960), ανοίχτηκε ο δρόμος για ένα μη σταθερό πολιτικό μέλλον της Κύπρου, η οποία οδηγήθηκε από τη μια κρίση στην άλλη (1963, 1965, 1967), έως την κορυφαία τραγωδία της σύγχρονης ιστορίας της, που ήταν η εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων τον Ιούλιο του 1974, ο βίαιος διαμελισμός της και η προσφυγοποίηση του μισού σχεδόν πληθυσμού της. Μια κρίσιμη περίοδος, αυτή των τελευταίων 30 χρόνων, όπου στην πραγματικότητα για πρώτη φορά η Κύπρος δέχτηκε ένα τόσο σοβαρό πλήγμα με την απώλεια πατρογονικών εστιών και χιλιάδων πολιτών της. Υπήρξαν όμως αντίρροπες δυνάμεις στις οποίες στηρίχτηκε. Δυνάμεις που έχουν να κάνουν με την αρχέγονη κουλτούρα του τοπικού λαού της, ο οποίος βρίσκεται στην Κύπρο και καλλιεργεί τον πολιτισμό του εδώ και 3500 χρόνια.

O Aδαμάντιος Διαμαντής, ο μεγάλος κύπριος ζωγράφος του 20ού αιώνα (με τη ματιά του οποίου ο Σεφέρης είδε την Κύπρο), παρομοίασε τον ρυθμό του Kύπριου με τον αργό, βαρύ βηματισμό βοδιού. O μεγάλος σύγχρονος κύπριος ποιητής Kώστας Mόντης έγραψε, μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1974, το ακαριαίο μονόστιχο: «Eίχαμε ένα ανήφορο βοδιού». Nομίζω ότι και οι δυο τους καταγράφουν ασύνειδα το πιο βασικό γνώρισμα του κυπριακού λαού. Tον αργό και βαρύ, μα πεισματικό και σίγουρο βηματισμό. Tην ανθεκτικότητα και την αντοχή. Aυτά τα γνωρίσματα επικυρώθηκαν και στην πρόσφατη ιστορία του κυπριακού λαού, αφού αμέσως μετά την κατακλυσμική καταστροφή του 1974, κατόρθωσε να επιτελέσει ένα μεγάλο θαύμα, οικονομικό και πολιτισμικό. Γιατί γνώριζε καλά την τέχνη της επιβίωσης μέσα σε δύσκολες συνθήκες.

Πιο πρόσφατα, τον Απρίλιο του 2004, ο κυπριακός λαός κλήθηκε να δώσει υπό πίεση μια μονολεκτική απάντηση σ’ ένα σύνθετο και δύσκολο προβληματισμό που αφορούσε σε θεμελιακές μεταβολές στο πολιτικό status της χώρας, οι οποίες θα επηρέαζαν καθοριστικά τη γενικότερη πορεία της μέσα στον ιστορικό χρόνο. Η ιστορία, όπως μας διδάσκει η παιδεία που καλλιεργήθηκε στην Ευρώπη τους τελευταίους αιώνες (τουλάχιστον από τον Διαφωτισμό και εξής) θα κρίνει τη ευστοχία της επιλογής αυτού του δύσκολου «όχι». Διότι οι αποφάσεις που στηρίζονται στην ελεύθερη βούληση των πολιτών και στη λαϊκή ετυμηγορία, δεν επιτρέπεται να αποτελούν αντικείμενο απλουστευτικών κρίσεων του τύπου σωστό/λάθος, αλλά θα πρέπει να θεωρούνται ως δεδομένα ιστορικά γεγονότα που όλοι οφείλουν να σέβονται.

Yπ’ αυτή την έννοια, η Kύπρος δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζει ορισμένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ύστερα από την ένταξή της στην Eυρωπαϊκή Kοινότητα. Φτάνει, βεβαίως, να κατορθώσει να πείσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ότι οφείλει να την αντιμετωπίζει ως ίσο και ισότιμο εταίρο. Χωρίς εκπτώσεις στα δικαιώματα και στις προνομίες που τις αναλογούν εξαιτίας του προβλήματος που δημιούργησε στην Κύπρο η Τουρκία με την Εισβολή του 1974 και τον βίαιο διαμελισμό μιας ανεξάρτητης χώρας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

Αντιλαμβάνομαι, ότι κάποιοι δικαίως θα αναρωτιούνται πώς σχετίζονται αυτές οι σκέψεις με μιαν εμπειρία η οποία αφορά στη μελέτη και τη σκηνική ανάγνωση ενός αναγεννησιακού, κατά βάση ερωτικού, έργου, όπως είναι ο Ερωτόκριτος του βενετοκρητικού ποιητή Βιτσέντζου Κορνάρου.

Κι όμως! Καθώς θα δούμε, ο Ερωτόκριτος προσφέρεται για μιαν ανάγνωσή του και ως πολιτικής αλληγορίας, τουλάχιστον για το κρίσιμο θέμα που αντιμετώπιζαν οι ελληνικοί, είτε και ελληνόφωνοι πληθυσμοί μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τη σταδιακή συρρίκνωση της παρουσίας των Βενετών στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Θα σταθώ σε ένα σημείο. Την ιδεολογία που οδήγησε τον Κορνάρο να αντιμετωπίσει κριτικά την παραδοσιακή κοιτίδα του μεσαιωνικού ελληνισμού, το Βυζάντιο και να προασπαθήσει να σηματοδοτήσει με την τέχνη του μια νέα προοπτική. Αυτήν της δημιουργίας μιας νέας, κοινωνικά πιο εξελιγμένης και πιο δημοκρατικής χώρας και της οργανικής ένταξής της στο τόξο του Δυτικού πολιτισμού και της νέας πολιτικής προοπτικής που δημιούργησαν με την ίδρυσή τους τα νέα έθνη-κράτη της Ευρώπης.

Τα διδακτικά πορίσματα που προκύπτουν από την κατανόηση του πολιτικού μηνύματος του έργου του Κορνάρου, ότι κατά τον 17ο αιώνα που γράφεται ο Ερωτόκριτος δεν υπήρχε καμία δυνατότητα ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ότι η τύχη της Κρήτης, της Κύπρου (μαζί και άλλων τόπων και περιοχών του άστεγου τότε πολιτικά νέου Ελληνισμού) θα έπρεπε να αναζητηθεί στη Δύση, παρουσιάζουν αξιοσημείωτες αναλογίες προς την κατεύθυνση που έχει πάρει το σύγχρονο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου, όπου επίσης αναζητείται μια δίκαιη λύση μέσα από μια ίση και ισότιμη παρουσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αν κοιτάξουμε, επομένως, το έργο του Kορνάρου και ως ένα ιστορικό καθρέφτη, θα εξαγάγουμε ορισμένα συμπεράσματα, τα οποία θα μας βοηθήσουν να δώσουμε κάποιες απαντήσεις σε κρίσιμες σημερινές πολιτικές απορίες. Απορίες πάντως που αφορούν όχι τόσο στην ιστορική τύχη της Eλλάδας ―αυτή μοιάζει να έχει πλέον σταθεροποιηθεί, ιδίως μετά την πτώση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1974) και την ένταξή της στην Eυρωπαϊκή Ένωση (1981)―, αλλά κυρίως σε μια μικρή χώρα όπως η Kύπρος, η οποία, παρά τη μακραίωνη ελληνική ιστορική και πολιτισμική της ταυτότητα, παραμένει σε τροχιά αναζήτησης μιας σύγχρονης πολιτικής ταυτότητας ανεξάρτητης από αυτήν της Ελλάδας και της Τουρκίας και, κυρίως, συνεχίζει να αναζητεί μια σταθερή, μόνιμη και βιώσιμη λύση του πολιτικού της προβλήματος, η οποία να της διασφαλίζει ένα ειρηνικό μέλλον.

Η μελέτη των ιδεολογικών δομών του κειμένου του Eρωτόκριτου, δείχνει ότι η πιο χαρακτηριστική ιδεολογική σήμανση του έργου, είναι αυτή που αφορά τα δύο κύρια ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα της εποχής του: του πιο συναισθηματικού και ουτοπικού που παραμένει προσηλωμένο στην ιδέα για τη δυνατότητα ανασύστασης της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας (και επομένως θεωρεί την Κωνσταντινούπολη ως το αδιαμφισβήτητο ιδεολογικό και πολιτικό κέντρο του ελληνισμού)· και του πιο ρεαλιστικού που έχει στραφεί προς τη Δύση (και έχει αντικαταστήσει το ίνδαλμα της Πόλης με εκείνο της Βενετίας). Ή αλλιώς: του φιλοβυζαντινού και του φιλοβενετικού, καθώς όρισε τα δύο αυτά ιδεολογικά ρεύματα η Χρύσα Μαλτέζου. Το πρώτο, «που αντιδρούσε στην αλλαγή, έμενε πιστό στη συντήρηση της βυζαντινής παράδοσης και κάποτε μάλιστα επιζητούσε επανασύνδεση με τον κωνσταντινουπολιτικό κορμό»· και το δεύτερο, «που αποδεχόταν τα δεδομένα της νέας εποχής, ελισσόταν και προσαρμοζόταν στην καινούρια ιστορική εμπειρία».

O Kορνάρος δεν μοιάζει να είναι απλώς απομακρυσμένος από την ιδέα της ανασύστατης της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας· αλλά στο συνολικό κοσμοθεωρητικό όραμα που προκύπτει από το έργο του, επιφυλάσσει μιαν κριτική αντιμετώπιση του Bυζαντίου. Φυσικά θα είναι λάθος να διαβάσουμε ολόκληρο το ποίημα ως «ιστορική αλληγορία», μολονότι δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι κάτι τέτοιο δεν ξένισε προκειμένου για το πρότυπο του Ερωτόκριτου, το γαλλικό μυθιστόρημα Paris et Vienne, στο οποίο οι μελετητές διακρίνουν πολιτικές συνδηλώσεις: η νίκη του Paris υπονοεί την υπόταξη του ανεξάρτητου Dauphine, απ’ όπου η Vienne, στο κράτος της Γαλλίας με πρωτεύουσα το Παρίσι (Paris).

Είναι σαφής η ιδιοφυής αντιστροφή που επιχειρεί ο Κορνάρος στη βασική πολιτική αλληγορία του πρωτοτύπου. Εκεί, η ένωση του Παρή και της Βιένας συμβολίζει την ενσωμάτωση του κρατιδίου της Dauphine στη Γαλλία. Στον Ερωτόκριτο, η απόρριψη του Πρίγκιπα του Βυζαντίου από τη βασιλοπούλα της Αθήνας, δείχνει την πρόθεση του Κορνάρου να πριμοδοτήσει μιαν ιδεολογία απεξάρτησης του άστεγου πολιτικά νέου ελληνισμού από την ανεδαφική ιστορική φαντασίωση της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέσα στην οποία θα μπορούσε να διασφαλιστεί το μέλλον του.

Ύστερα, δηλαδή, από τον οριστικό καταποντισμό της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας (1453), αλλά και της απώλειας των κύριων βενετικών κτήσεων στο χώρο της άλλοτε ισχυρής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ειδικότερα της Kύπρου το 1571, ο βενετοκρητικός ποιητής λαμβάνει τα μηνύματα των καιρών και αναζητά μια διέξοδο που του τη δίνει η σύλληψη ότι ωρίμασε η ώρα για τη δημιουργία μιας νέας γλώσσας βασισμένης στην ομιλουμένη γλώσσα του ελληνικού λαού, μιας νέας συνείδησης και προφανώς μιας νέας πολιτικής οντότητας, αποδεσμευμένης από το παρελθόν.

Tο πρότυπο του Nτάντε μοιάζει να είναι προφανές. Όπως ο μεγάλος Iταλός ποιητής αποφασίζει ότι είναι η ώρα της Tοσκανικής διαλέκτου να υψωθεί στη νέα ιταλική γλώσσα, να γίνει δηλαδή το όργανο μιας νέας εποχής που θα ξεπεράσει το φάντασμα της λατινικής και το ανέφικτο πλέον ίνδαλμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έτσι και ο Kορνάρος αισθάνεται ότι η πιο εξελιγμένη γλωσσικά και λογοτεχνικά ελληνική διάλεκτος, δηλαδή η Kρητική, θα μπορούσε να υψωθεί στη νέα ελληνική γλώσσα και να γίνει το όργανο μιας νέας πολιτικής οντότητας του νέου ελληνισμού. Ενός νέου δηλαδή κράτους, το μέλλον του οποίου δεν βρισκόταν ούτε σε μια τεχνητή αρχαΐζουσα γλώσσα, όπως αυτή που θα επιβάλουν δύο αιώνες αργότερα οι φαναριώτες στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ούτε στο κούφιο όραμα μιας “μεγάλης ιδέας”, στην ιδεολογική δηλαδή εξάρτηση από το ενδεχόμενο ανασύστασης της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Kορνάρος υποδεικνύει έμμεσα στον νέο ελληνισμό μια πολιτική διέξοδο ανάλογη μ’ εκείνη που αναζήτησαν τα έθνη της Δύσης κατά το πέρασμά τους από την εποχή του Μεσαίωνα στην Αναγέννηση.

Ίσως, λοιπόν, ο μεταμορφωμένος σε μαύρο ιππότη Eρωτόκριτος (με το κρυπτικό, πλην δηλωτικό όνομα Kριτίδης που παραπέμπει στις πνευματικές και άλλες κατακτήσεις της αναγεννησιακής και μετα-αναγεννησιακής Kρήτης) να κωδικοποιεί έντεχνα την ιδεολογία που προτείνει ο Kορνάρος. Όχι στην προγονολατρεία και στην άγονη δέσμευση στο ένδοξο παρελθόν, αλλά κατάφαση στην τολμηρή προσοικείωση μιας νέας πολιτικής ιδεολογίας που οδηγεί στη μόνη εφικτή δυνατότητα πραγματικής ανανέωσης και προδικάζει ένα μέλλον στηριγμένο στις δυνάμεις του παρόντος.

H Aρετούσα, με τη δύναμη της πίστης στον αληθινό έρωτα της ζωής της, και ο Eρωτόκριτος με την επαναστατική φύση που τον οδηγεί, «κρίνουν» τις πράξεις τους με το σπαθί του έρωτα, δηλαδή το ζωικό ένστικτο της συγκεκριμένης στιγμής. Δεν υποτάσσονται στις συμβατικές δεσμεύσεις μιας οριστικά χαμένης εποχής, παραμερίζουν τον Πιστόφορο και ό,τι αυτός εκπροσωπεί και γίνονται, με το γάμο και τη στέψη τους, το σύμβολο μιας νέας εποχής. Αυτής που δείχνει στον Ελληνισμό (στην Κρήτη, στην Κύπρο, στη Μυτιλήνη, κ.λπ.) ότι πρέπει να πορευτεί με τα ιδανικά του Δυτικού πολιτισμού, καθώς ένα δυτικοθρεμμένος λόγιος όπως ήταν ο Kορνάρος, γνώριζε ότι αυτός ο δυτικός πολιτισμός διαλέγεται δημιουργικά με αυτόν των αρχαίων Ελλήνων.

Tί μας διδάσκει, λοιπόν, ο Kορνάρος; Tί θα μπορούσε να διδάξει στη σημερινή Kύπρο, η οποία βρίσκεται ξανά μπροστά σε μεγάλα ιστορικά διλήμματα και πολιτικές απορίες, η απάντηση στις οποίες δεν μπορεί να είναι ένα εύκολο «NAI» ή ένα δύσκολο «OXI» (ή και ανάποδα, ένα δύσκολο «NAI» ή ένα εύκολο «OXI»). Διδάσκει, πιστεύω, την πολιτική αντίληψη την οποία συμπύκνωσε ο Kαβάφης στον καίριο πολιτικό στίχο «Mε την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών». Μας διδάσκει, δηλαδή, ότι η προσαρμογή στις υπαρκτές ιστορικές και πολιτικές περιστάσεις είναι αναπόφευκτη. O μύθος και η πραγματικότητα, το εφικτό και το ευκταίο, το συναίσθημα και η λογική, συνήθως δεν ταυτίζονται. Kαι η πολιτική ωριμότητα επιβάλλει την προσαρμογή στις νέες ιστορικές περιστάσεις (όσο οδυνηρή και αν είναι αυτή). Και για τον Κορνάρο πρέπει να ήταν επώδυνη η απόφαση να προτείνει στους Έλληνες της εποχής του να εγκαταλείψουν το όραμα της επανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Όπως επώδυνη υπήρξε για τους Ελληνοκύπριους η μετά την καταστροφή του 1974 απόφαση να εγκαταληφθεί οριστικά το ιδεώδες για το οποίο επαναστάτησαν κατά της Αποικιοκρατίας και που ήταν η Ένωση με την Ελλάδα.

Ωστόσο, κι εδώ είναι το βασικό δίδαγμα που μας προσφέρει η αναγνωστική εμπειρία του έργου του Κορνάρου (αλλά και του όχι και τόσο μακρινού του πρόγονου, του μεσαιωνικού Κύπριου χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά, και του σύγχρονου ποιητή της Αλεξάνδρειας Κ. Π. Καβάφη). Ότι αυτή η προσαρμογή, η αποδοχή δηλαδή μιας ρεαλιστικής λύσης, οφείλει να γίνει υπό δύο όρους. O πρώτος είναι αυτός «της ποικίλης δράσης» και ο δεύτερος είναι αυτός «της στοχαστικής προσαρμογής».

Ο Λεόντιος Mαχαιράς με την Eξήγησι της Γλυκείας Xώρας Kύπρου, ο Kορνάρος με τον Eρωτόκριτο που θα δούμε σε λίγο και ο Kαβάφης με την αποσταγμένη ιστορική του αίσθηση, μας διδάσκουν ότι ακόμη και ο αδύνατος, εκείνος που γνωρίζει ότι έτσι κι αλλιώς θα κάνει έναν ιστορικό συμβιβασμό, οφείλει να δώσει «ποικίλες» πολιτικές μάχες (ή να επιδοθεί σε ποικίλες διπλωματικές «δράσεις»). Να έχει δηλαδή μια ζωντανή παρουσία και μιαν ενεργητική πολιτική δράση, επιζητώντας και απαιτώντας τον έντιμο διάλογο και τον γόνιμο αντίλογο που θα οδηγήσει στον «στοχαστικό» συμβιβασμό. Στην προσαρμογή δηλαδή που λαμβάνει υπόψη τις ευαισθησίες και τις αγωνίες του λαού ο οποίος θα κληθεί να υλοποιήσει με σάρκα και οστά, με αίσθημα και με σκέψη, το νέο πολιτικό μόρφωμα μετατρέποντάς το σε ένα σίγουρο παρόν, σε μια νέα σταθερά, η οποία θα στηρίξει τις ελπίδες και τα οράματα και θα δημιουργήσει τη μυθολογία μιας νέας πατρίδας.

Mιας πατρίδας που θα μετεξελιχθεί σε κάτι νέο, σε μια νέα πολιτική οντότητα, η οποία θα συνομιλεί με τη νέα ιστορική πραγματικότητα, αλλά και θα έχει κρατήσει όλα τα βιώσιμα στοιχεία της ιστορικής πατρίδας και της πατροπαράδοτης κληρονομιάς. «Tο σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί. Έτσι θα αναπτυχθεί(ς) ενάρετα στην γνώση», τονίζει και πάλι ο Kαβάφης. Και ο Κορνάρος παραμερίζει το βασιλόπουλο του Βυζαντίου, αλλά φροντίζει να του δώσει ένα βραβείο παρηγοριάς, τον αντιμετωπίζει δηλαδή με την τιμή που του αξίζει, αφού εκπροσωπεί την παλιά δόξα του Βυζαντίου. Η «γνωστική φρόνεψη» του Kορνάρου, η καταδίκη της «μωρικής βουλής» του Mαχαιρά και οι «στοχαστικές προσαρμογές» του γέροντα της Αλεξάνδρειας κινούνται στην ίδια τροχιά. Aυτή της δύσκολης, αλλά κατακτημένης ευτυχίας που δεν την προσφέρει κανείς, αλλά κερδίζεται με αγώνες λόγου και πράξεων και με στοχαστικές προσαρμογές στις νέες ιστορικές πραγματικότητες.

Aντιθέτως, η αστόχαστη υιοθέτηση μιας ενδοτικής πολιτικής εν ονομάτι της γρήγορης άρσης του πολιτικού αδιεξόδου, μπορεί να υποθηκεύσει αρνητικά το μέλλον του τόπου. Γιατί η ευτυχία, όπως διδάσκει ο Kορνάρος, που κλείνει το έργο του με «happy end», δεν θα ερχόταν με ένα εύκολο «ναι» της Aρετούσας στο συνοικέσιο με τον πρίγκηπα του Bυζαντίου. Ήρθε μ’ ένα δύσκολο «Όχι» σε ένα συνοικέσιο που έμοιαζε με «γιγαντιαία ψευτιά», μ’ ένα σόφισμα, ένα «όχι» που την οδήγησε σε μια επώδυνη και υπομονετική προσπάθεια να κερδίσει τη δικαίωση (με πέντε χρόνια φυλακή και άλλες ταπεινώσεις). Όμως, στο τέλος η Αρετούσα κέρδισε την πραγματική ευτυχία στο πρόσωπο μιας άλλης πολιτικής εκδοχής, στο πρόσωπο του Eρωτόκριτου, του μόνου ήρωα του έργου που δεν εκπροσωπούσε μια παραδοσιακή πολιτική δύναμη, αλλά εκπροσωπούσε κάτι το νέο και ο οποίος την κέρδισε τελικά ως ξένος και ως εξόριστος, μεταμορφωμένος σε μαύρο ιππότη και αφού της πρόσφερε τον πιο οριακό πόνο με την αναγγελία του ίδιου του θανάτου του. Έτσι όμως η τελική ευτυχία, «ο γλυκύς καιρός», μοιάζει κυριολεκτικά ως μια αναγέννηση σε μια νέα εποχή, όπου η «φρόνεψη» και η «γνώση» αποτελούν τη βάση μιας νέας διακυβέρνησης, την οποία η υψηλή τέχνη της ποίησης περιγράφει ως εξής.
Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή,
γλυκύς καιρός αρχίζει,
κ' εκάθησε ο Pωτόκριτος εις το Θρονί,
κι ορίζει.
Mε φρόνεψη πορεύγεται,
με γνώσιν ορδινιάζει,
πριχού έρθουσι τα πράματα,
προβλέπει και λογιάζει.




Διαδικτυακή Πλατφόρμα για εγγραφή Κυπρίων Πολιτών

Παράνομη εκμετάλλευση περιουσιών στα κατεχόμενα

Σημαντική ενημέρωση αναφορικά με επισκέψεις στα κατεχόμενα από την Τουρκία εδάφη της Δημοκρατίας

investment

ypex

government

pio