English
Έμβλημα Κυπριακής ΔημοκρατίαςΠρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑθήναΛογότυπο Υπουργείου Εξωτερικών

Αρχική Σελίδα | Συνήθεις Ερωτήσεις | Χάρτης Πλοήγησης | Συνδέσεις | Επικοινωνία
Αναζήτηση:  
Αναζήτηση
Ειδική Αναζήτηση            

Η Κύπρος


English
ΕκτύπωσηΕκτύπωση



Επίσημη ονομασία:
Κυπριακή Δημοκρατία

Επίσημες Γλώσσες:
Ελληνικά και Τουρκικά. Τα Αγγλικά είναι ευρέως διαδεδομένα.

Σημαία



H Κυπριακή Σημαία καθορίστηκε το 1960, μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου. Ημέρα της Ανεξαρτησίας καθιερώθηκε η 1η Οκτωβρίου.

Χρώμα της Κυπριακής Σημαίας

Η σημαία έχει σαν φόντο το άσπρο χρώμα. Στο κέντρο της σημαίας υπάρχει το σχήμα του χάρτη της Κύπρου σε κίτρινο χρώμα του χαλκού. Οι κλάδοι ελιάς κάτω από το σχήμα της Κύπρου έχουν χρώμα πράσινο βαθύ της ελιάς.
Τα διεθνή χρώματα (pantone matching system - pms) για τη σημαία της Κύπρου είναι τα εξής:
Χρώμα του χαλκού Pantone 1385 - για το χάρτη της Κύπρου
Χρώμα πράσινο Pantone 574 - για τα κλαδιά ελιάς με τους καρπούς
Μέγεθος: Αναλογία 3x2

Το Άρθρον 4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφέρει τα εξής για την κυπριακή σημαία:
«Η Δημοκρατία έχει ιδίαν σημαίαν ουδετέρου σχεδίου και χρώματος, την οποίαν επιλέγουσιν από κοινού ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας.
Αι αρχαί της Δημοκρατίας και οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμός κοινής ωφελείας ιδρυόμενος δια ή συμφώνως τω νόμω της Δημοκρατίας αναρτώσι την σημαίαν της Δημοκρατίας και έχουσι το δικαίωμα να αναρτώσι κατά τας εορτάς ταυτοχρόνως ομού μετά της σημαίας της Δημοκρατίας την ελληνικήν και την τουρκικήν σημαίαν.
Αι κοινοτικαί αρχαί και τα ιδρύματα αυτών έχουσι το δικαίωμα, να αναρτώσι κατά τας εορτάς ταυτοχρόνως ομού μετά της σημαίας της Δημοκρατίας την ελληνικήν ή την τουρκικήν σημαίαν.
Πας πολίτης της Δημοκρατίας ή οιαδήποτε οργάνωσις αποτελούσα ή μη νομικόν πρόσωπον, εξαιρουμένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, της οποίας τα μέλη είναι πολίται της Δημοκρατίας, έχουσι το δικαίωμα να αναρτώσιν επί της κατοικίας ή του καταστήματος αυτών την σημαίαν της Δημοκρατίας ή την ελληνικήν ή την τουρκικήν σημαίαν, άνευ οιουδήποτε περιορισμού».

O Θυρεός της Κυπριακής Δημοκρατίας

Ο Θυρεός της Κυπριακής Δημοκρατίας παριστάνει ένα λευκό περιστέρι που φέρει στο ράμφος του ένα κλαδί ελιάς. Το περιστέρι, τίθεται εντός μιας ασπίδας στο κίτρινο χρώμα του χαλκού, του μετάλλου εκείνου που είναι άμεσα συνδεδεμένο με την μακραίωνη ιστορία της Κύπρου. Στο κάτω μέρος της ασπίδας αναγράφεται το έτος εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, 1960. Την ασπίδα πλαισιώνουν δύο πράσινα κλαδιά ελιάς με καρπούς, που μαζί με το λευκό περιστέρι αποτελούν ανεξίτηλα σύμβολα ειρήνης.

Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται για το θυρεό της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι:
Pantone 1385 για την ασπίδα
Pantone 574 για τα κλαδιά ελιάς
Εθνικός Ύμνος της Κύπρου

Η καθιέρωση Εθνικού Ύμνου της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 18 Νοεμβρίου 1966. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, υιοθετήθηκε ως Εθνικός Ύμνος της Κύπρου η μουσική του Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας.
Απόφασις υπ’ Αρ. 6133
14. Το Συμβούλιον απεφάσισεν όπως υιοθετηθή ως Εθνικός Ύμνος της Κύπρου η μουσική του Εθνικού Ύμνου της Ελλάδος.

Εκτελεστική Εξουσία:
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία για περίοδο πέντε χρόνων. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο και ένα εντεκαμελές Υπουργικό Συμβούλιο που διορίζεται από τον Πρόεδρο. Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας
Πολίτευμα:
H Kύπρος είναι από το 1960 ανεξάρτητη, κυρίαρχη Δημοκρατία με Προεδρικό Σύστημα Διακυβέρνησης. Βάσει του Συντάγματος του 1960, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία για περίοδο πέντε χρόνων. Για την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τους Yπουργούς που συγκροτούν το Υπουργικό Συμβούλιο και τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο.
Kάθε Yπουργός ως προϊστάμενος του Yπουργείου του είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή των νόμων που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες του, για τη διοίκηση και οργάνωση των υπηρεσιών που υπάγονται στο Yπουργείο του και για την προπαρασκευή του τμήματος του προϋπολογισμού που αναφέρεται σ’ αυτό.



Νομοθετική Εξουσία :
Ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Εκλογικό σύστημα: απλή αναλογική. Τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία για περίοδο πέντε χρόνων.

Βουλή των Αντιπροσώπων

Δικαστική Εξουσία:
Η απονομή της δικαιοσύνης ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας, τα Κακουργιοδικεία και τα Επαρχιακά Δικαστήρια, τα οποία αποτελούν χωριστή και ανεξάρτητη εξουσία.

Ανεξάρτητοι Αξιωματούχοι και Σώματα:
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ανεξάρτητοι αξιωματούχοι της Δημοκρατίας είναι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Γενικός Ελεγκτής, οι οποίοι προΐστανται της Νομικής και της Ελεγκτικής Υπηρεσίας αντίστοιχα και ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας. Άλλα ανεξάρτητα Σώματα είναι μεταξύ άλλων: η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, το Γραφείο Προγραμματισμού, το Γενικό Λογιστήριο, η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, το Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως, το Γραφείο Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, το Γραφείο Εφόρου Κρατικών Ενισχύσεων, ο Κυπριακός Οργανισμός Αγροτικών Πληρωμών, η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού, η Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ – ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Γεωγραφική Θέση - Περιβάλλον
Η Κύπρος είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου, μετά τη Σαρδηνία και τη Σικελία, με έκταση 9.251 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Έχει μέγιστο μήκος 240 χιλιόμετρα από το ανατολικότερο μέχρι το δυτικότερο της άκρο και μέγιστο πλάτος 100 χιλιόμετρα από το βορειότερο μέχρι το νοτιότερο της άκρο.
Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και απέχει 800 χιλιόμετρα προς ανατολάς από την ηπειρωτική Ελλάδα. Από τη Ρόδο και την Κάρπαθο απέχει 380 χιλιόμετρα. Στα βόρεια της Κύπρου είναι η Τουρκία, η οποία απέχει από τις βόρειες ακτές της 75 χιλιόμετρα. Στα ανατολικά βρίσκεται η Συρία (105 χιλιόμετρα) και στα νότια η Αίγυπτος (380 χιλιόμετρα).

Η Κύπρος έχει βόρειο γεωγραφικό πλάτος 34°33΄ - 35°34΄ και ανατολικό γεωγραφικό μήκος 32°16΄ - 34°37΄.


Σημερινή κατάστασηΕκατοστιαία ποσόστωση
στο εμβαδόν της νήσου
Εκατοστιαία ποσόστωση
στο εμβαδόν της Κυπρ. Δημοκρατίας
Έδαφος κατεχόμενο
από τα τουρκικά στρατεύματα
35,236,2
Ελεύθερες περιοχές
ελεγχόμενες από την
Κυπριακή Δημοκρατία)
59,461,1
Νεκρή ζώνη 2,62,7
Βρετανικές Βάσεις2,7
(Σημ.: Οι εκατοστιαίες ποσοστώσεις έχουν υπολογιστεί σε χάρτη κλίμακας 1:50.000)

Μορφολογία
Από μορφολογικής άποψης, η Κύπρος μπορεί να υποδιαιρεθεί στις πιο κάτω μορφολογικές περιφέρειες:
• Το ορεινό σύμπλεγμα του Τροόδους.
• Τη βόρεια οροσειρά του Πενταδάκτυλου.
• Την κεντρική πεδιάδα.
• Τη λοφώδη περιοχή γύρω από το ορεινό σύμπλεγμα του Τροόδους.
• Τις παράκτιες πεδιάδες.
Οι κυπριακές ακρογιαλιές παρουσιάζουν εναλλασσόμενη εικόνα βράχου και αμμουδιάς, με πολυάριθμα ακρωτήρια και όρμους. Οι στενές παραθαλάσσιες πεδιάδες στο βόρειο τμήμα καλύπτονται από ελαιόδεντρα και χαρουπόδεντρα, ενώ σε μικρή απόσταση από την ακτή βρίσκεται η βόρεια οροσειρά, που είναι ασβεστολιθικής σύστασης και έχει κορυφές μέχρι ύψος 1.024 μέτρα. Η οροσειρά αυτή πήρε το όνομα οροσειρά Πενταδακτύλου από την ομώνυμη κορυφή που έχει σχήμα χεριού με τα δάκτυλα στραμμένα προς τον ουρανό. H Καρπασία, στο βορειοανατολικό άκρο της οροσειράς, είναι συνέχεια του Πενταδακτύλου και αποτελείται από λόφους, πλαγιές και κοιλάδες.
Το ορεινό συγκρότημα της νότιας οροσειράς καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του νοτιοδυτικού τμήματος και του κέντρου του νησιού, και ονομάζεται οροσειρά Τροόδους από την ομώνυμη ψηλότερη κορυφή (1.951 μέτρα), την κορυφή του κυπριακού Ολύμπου. Στην οροσειρά του Τροόδους βρίσκονται και τα περισσότερα δάση, κυρίως από πεύκα αλλά και άλλα δασικά δέντρα, όπως κυπαρίσσια, βελανιδιές και κέδροι.
Χαρακτηριστικό του Τροόδους είναι η παρουσία των οφιολίθων που αποτελούν παγκόσμιο πρότυπο παράδειγμα παλαιο-ωκεάνιου φλοιού. Τα πετρώματα αυτά έχουν ελκύσει το ενδιαφέρον πολλών πανεπιστημιακών γεωλογικών σχολών του εξωτερικού, με αποτέλεσμα να προκύψουν σημαντικές θεωρίες για τη γένεση και δομή του φλοιού των ωκεανών.
Μεταξύ των δύο οροσειρών βρίσκεται η εύφορη πεδιάδα της Μεσαορίας, που εκτείνεται από την περιοχή Μόρφου στα βορειοδυτικά μέχρι τις ανατολικές ακτές.
Τα δάση καλύπτουν περίπου το 19% της ολικής έκτασης του νησιού. Στην Κύπρο υπάρχουν επίσης δύο αλυκές.

Πληθυσμός
Ο πληθυσμός της Κύπρου το τέλος Δεκέμβριου 2012, σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών, ήταν 952.100 από τις οποίες 681.000 (71,5%) ανήκουν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα και μιλούν την ελληνική γλώσσα, 90.100 (9,5%) στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και μιλούν την τουρκική γλώσσα και 181.000 (19%) είναι αλλοδαποί κάτοικοι και εργάτες.
Στην απογραφή του πληθυσμού που έγινε το 1960, τα ποσοστά των διαφόρων κοινοτήτων ήταν τα ακόλουθα: Από σύνολο 572.707 κατοίκων, 447.901 ή 78,2% ανήκαν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, 103.822 ή 18,1% στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και 20.984 ή 3,7% ήταν ξένοι, κυρίως Βρετανοί. Οι Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι επέλεξαν σύμφωνα με το σύνταγμα του 1960 να ανήκουν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Από το 1974 που έγινε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο δημογραφικός χαρακτήρας του νησιού έχει αλλάξει δραματικά. Υπολογίζεται ότι σήμερα υπάρχουν 160.000 παράνομοι Τούρκοι έποικοι στις κατεχόμενες περιοχές του νησιού ενώ χιλιάδες Τουρκοκύπριοι (περίπου 57.000) έχουν μεταναστεύσει.
Πόλεις
Η πρωτεύουσα της Κύπρου είναι η Λευκωσία, με πληθυσμό 336.000 κατοίκους στο τμήμα που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Βρίσκεται περίπου στο κέντρο του νησιού και αποτελεί την έδρα της Κυβέρνησης, καθώς και σημαντικό εμπορικό κέντρο. Η τουρκική εισβολή και κατοχή μοίρασε στην κυριολεξία την πρωτεύουσα στα δύο.
Η δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη είναι η Λεμεσός. Βρίσκεται στα νότια του νησιού και ο πληθυσμός της φθάνει τις 241.300. Αποτελεί το κυριότερο εμπορικό λιμάνι της Κύπρου και είναι σημαντικό τουριστικό θέρετρο.
Η Λάρνακα, βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του νησιού και έχει πληθυσμό 146.300. Αποτελεί το δεύτερο εμπορικό λιμάνι της Κύπρου και είναι επίσης ένα σημαντικό τουριστικό θέρετρο. Στα νότια της πόλης βρίσκεται το διεθνές αεροδρόμιο της Λάρνακας.
Τέλος, η Πάφος βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του νησιού με πληθυσμό 90.800 και έχει εξελιχθεί σε ένα ελκυστικό τουριστικό προορισμό με χαρακτηριστικό το γραφικό λιμανάκι της. Στην Πάφο βρίσκεται και το δεύτερο διεθνές αεροδρόμιο της Κύπρου.
Στην τουρκοκρατούμενη περιοχή, η πόλη της Αμμοχώστου στα ανατολικά του νησιού, ήταν το κέντρο της τουριστικής βιομηχανίας πριν από το 1974 (Πληθυσμός στο ελεγχόμενο από την κυβέρνηση τμήμα της επαρχίας ειναι 47.600 κάτοικοι), ενώ η γραφική πόλη της Κερύνειας, ένα ακόμη σημαντικό τουριστικό κέντρο, είναι κτισμένη στη βόρεια ακτή της Κύπρου, περιτριγυρισμένη από ένα εξαίρετο φυσικό περιβάλλον που συνδυάζει τη θάλασσα με το βουνό. Η Κερύνεια βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή και κατοικείται αποκλειστικά από Τουρκοκύπριους και έποικους από την Τουρκία. Η κατεχόμενη πόλη της Μόρφου βρίσκεται στα βορειοδυτικά του νησιού.

Κλίμα
Η Κύπρος έχει μεσογειακό κλίμα με κύρια χαρακτηριστικά το ζεστό και ξηρό καλοκαίρι από τα μέσα του Μάη ως τα μέσα του Σεπτέμβρη, το βροχερό αλλά ήπιο χειμώνα από τα μέσα του Νοέμβρη ως τα μέσα του Μάρτη και τις δύο ενδιάμεσες μεταβατικές εποχές, το φθινόπωρο και την άνοιξη. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα η βροχόπτωση στην Κύπρο παρουσίασε πτωτική τάση, ενώ η θερμοκρασία παρουσίασε ανοδική τάση.
Στη διάρκεια του καλοκαιριού η Κύπρος και γενικά η περιοχή της ανατολικής Μεσογείου βρίσκεται κάτω από την επίδραση του εποχιακού βαρομετρικού χαμηλού, που έχει το κέντρο του στη νοτιοδυτική Ασία. Αποτέλεσμα της επίδρασης αυτής είναι οι ψηλές θερμοκρασίες και ο καθαρός ουρανός.
Στη διάρκεια του χειμώνα η Κύπρος επηρεάζεται από το συχνό πέρασμα μικρών υφέσεων και μετώπων που κινούνται στη Μεσόγειο με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Οι καιρικές αυτές διαταραχές διαρκούν συνήθως από μια μέχρι τρεις μέρες κάθε φορά και δίνουν τις μεγαλύτερες ποσότητες βροχής. Η συνολική μέση βροχόπτωση τους μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη και Φλεβάρη αντιστοιχεί περίπου με το 60% της βροχόπτωσης ολόκληρου του χρόνου.
Οι κλιματολογικές συνθήκες της Κύπρου επηρεάζονται από τη μορφολογία του εδάφους και από το γεγονός ότι περιβάλλεται από θάλασσα.
Η μέση βροχόπτωση πάνω από ολόκληρη την Κύπρο για το χρόνο ως σύνολο είναι περίπου 460 χιλιοστόμετρα. Η ψηλότερη βροχόπτωση παρατηρείται στις ορεινές περιοχές με 1.100 χιλιοστόμετρα στην κορυφή του Ολύμπου. Στις υπήνεμες πλαγιές η βροχόπτωση ελαττώνεται στα 300 και 350 χιλιοστόμετρα στις πεδιάδες.
Οι περισσότερες βροχές πέφτουν κατά την περίοδο Νοεμβρίου - Μαρτίου. Την άνοιξη και το φθινόπωρο οι βροχές είναι κυρίως τοπικές. Η βροχόπτωση του καλοκαιριού είναι πολύ χαμηλή. Το καλοκαίρι οι βροχές έχουν συνήθως τοπικό χαρακτήρα και πέφτουν στις ορεινές περιοχές και στην κεντρική πεδιάδα κατά τις πρώτες απογευματινές ώρες.
Χιόνια σπάνια πέφτουν στις πεδινές περιοχές και στην οροσειρά του Πενταδακτύλου. Πέφτουν όμως κάθε χειμώνα σε περιοχές της οροσειράς του Τροόδους με υψόμετρο πάνω από 1.000 μέτρα. Η πρώτη χιονόπτωση παρουσιάζεται την τελευταία βδομάδα του Νοέμβρη και η τελευταία στα μέσα του Απρίλη. Για αρκετές βδομάδες, κατά τους πιο ψυχρούς μήνες, το ύψος του χιονιού είναι σημαντικό κυρίως στις βόρειες πλαγιές του Τροόδους.
Τον Ιούλιο και Αύγουστο οι μέσες ημερήσιες θερμοκρασίες κυμαίνονται μεταξύ 29 βαθμών Κελσίου στην κεντρική πεδιάδα και 22 βαθμών Κελσίου στις ψηλότερες κορυφές του Τροόδους, ενώ οι μέσες μέγιστες θερμοκρασίες στους μήνες αυτούς είναι 36 και 27 βαθμοί αντίστοιχα.
Τον Ιανουάριο οι μέσες ημερήσιες θερμοκρασίες είναι 10 βαθμοί Κελσίου στην κεντρική πεδιάδα και 3 βαθμοί Κελσίου στις ψηλότερες κορυφές του Τροόδους, με μέσες ελάχιστες θερμοκρασίες 5 και 10 βαθμούς Κελσίου αντίστοιχα.
Η διάρκεια της ηλιοφάνειας είναι μεγάλη ολόκληρο το χρόνο και ιδιαίτερα το καλοκαίρι που φτάνει κατά μέσο όρο στις 11,5 ώρες την ημέρα.

Φυσικό Περιβάλλον
Η Κύπρος στα πολύ παλιά χρόνια, σύμφωνα με αναφορές που γίνονται στα Ομηρικά Έπη, ήταν εξ’ ολοκλήρου καλυμμένη με πυκνά δάση και για τον λόγο αυτό ήταν γνωστή και ως το πράσινο νησί της Μεσογείου.
Με την πάροδο των χρόνων η έκταση των δασών μειώθηκε σημαντικά, κυρίως λόγω των εκχερσώσεων για τη δημιουργία γεωργικής γης, της υπερεκμετάλλευσης, της υπερβόσκησης και των καταστροφικών πυρκαγιών.
Σήμερα η έκταση των δασών της Κύπρου ανέρχεται στα 172.853 εκτάρια (18,68%), οι θαμνώνες καλύπτουν έκταση 126.095 εκτάρια (13,63%) και τα φρύγανα έκταση 87.770 εκτάρια (9,49%). Πολύ μικρές εκτάσεις καλύπτονται από παραποτάμια, λιβαδική, αλοφυτική και υδροχαρή βλάστηση.
Στο παράρτημα Ι της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ) έχουν περιληφθεί πέντε κυπριακοί οικότοποι, από τους οποίους οι τρεις θεωρούνται ως οικότοποι προτεραιότητας. Οι τρεις τύποι οικοτόπων προτεραιότητας είναι τα σερπεντινόφυλα λιβάδια του Τροόδους, οι θαμνώδεις και δασικές συστάδες με λατζιά (Quercus alnifolia) και τα δάση του κυπριακού κέδρου (Cedrus brevifolia). Οι άλλοι δύο τύποι οικοτόπων είναι οι τυρφώνες του Τροόδους και οι δασικές συστάδες με δρύες (Quercus infectoria).
Δάση
Τα κυπριακά δάση είναι δάση κωνοφόρων και μέχρι υψόμετρο 1.400 μέτρων το κυρίαρχο είδος είναι η τραχεία πεύκη (Pinus brutia). Στην περιοχή του Τροόδους και πάνω από τα 1.200 μέτρα κυριαρχεί η μαύρη πεύκη (Pinus nigra ssp. pallasiana).
Τα δάση της τραχείας πεύκης έχουν εξάπλωση από τον Ακάμα στα δυτικά μέχρι το Σταυροβούνι και τις ορεινές περιοχές της Λάρνακας στα ανατολικά. Επίσης, τα συναντούμε και στην οροσειρά του Πενταδακτύλου σε μίξη με το κυπαρίσσι. Η μόνη περιοχή από την οποία ελλείπουν παντελώς είναι η περιοχή της Μεσαορίας, όπου οι κλιματικές συνθήκες και ιδιαίτερα η βροχόπτωση είναι ακραίες για τα πεύκα.
Στο δάσος Πάφου απαντάται το κυπριακό κέδρο (Cedrus brevifolia), το μοναδικό ενδημικό δέντρο του τόπου μας. Στον υπόροφο του δάσους της τραχείας πεύκης επικρατεί συνήθως η λατζιά (Quercus alnifolia), όμως απαντώνται και διάφορα άλλα είδη θάμνων, όπως η αντρουκλιά (Arbutus andrachne), ο σφένδαμνος (Acer obtusifolium), η στερατζιά (Styrax officinalis), η ξυσταρκά (Cistus spp.) και άλλα.
Τα δάση της μαύρης πεύκης καλύπτουν τις ψηλότερες κορυφές του Τροόδους και στα πιο ψηλά σημεία απαντώνται σε μίξη με τον αόρατο του Τροόδους (Juniperus foetidissima). Στον υπόροφο επικρατεί η λατζιά (Quercus alnifolia), ενώ απαντώνται και άλλα είδη θάμνων, όπως η αρκομηλιά (Sorbus aria), η αγριοτριανταφυλλιά (Rosa chionistrae), η βερβερισιά (Berberis cretica), το ρασιή του Τροόδους (Genista sphacelata var. crudelis), η ξυσταρκά (Cistus spp.) και άλλα.

ΙΣΤΟΡΙΑ
Εισαγωγή
Η ιστορία της Κύπρου είναι μια από τις παλαιότερες στον κόσμο. Η ιστορική δε σημασία της Κύπρου ανέκαθεν υπερέβαινε κατά πολύ το μικρό μέγεθός της. Η στρατηγική της σημασία στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, καθώς και οι σημαντικές ποσότητες χαλκού και ξυλείας που υπήρχαν στο νησί προσέλκυσαν πολλούς κατακτητές.
Τα πρώτα ευρήματα πολιτισμού στο νησί χρονολογούνται από την ένατη χιλιετία π.Χ., ενώ η ανακάλυψη του χαλκού έφερε πλούτο και ανάπτυξη του εμπορίου στο νησί (2500-1050 π.Χ.). Γύρω στο 1200 π.Χ., οι Μυκηναίοι-Αχαιοί άρχισαν να εγκαθίστανται σ’ ολόκληρη την Κύπρο, φέρνοντας μαζί τους τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους και καθορίζοντας, από τότε, αποφασιστικά την πολιτιστική ταυτότητα του νησιού.
Η Κύπρος γνώρισε στη συνέχεια πολλούς κατακτητές, αλλά κατόρθωσε να διατηρήσει την ελληνική ταυτότητα, τη γλώσσα και τον πολιτισμό της. Οι τουρκοκυπριακή κοινότητα δημιουργήθηκε στο νησί πολύ αργότερα, ως αποτέλεσμα της οθωμανικής κυριαρχίας επί της Κύπρου που κράτησε για περισσότερα από 300 χρόνια (1571 – 1878), και είχε τη δική της συνεισφορά στην πολιτιστική κληρονομιά του νησιού.
Ο Χριστιανισμός πρωτοδιαδόθηκε στην Κύπρο τον 1ο αιώνα μ.Χ. από τον ίδιο τον Απόστολο Παύλο, καθώς και τον Απόστολο Βαρνάβα, ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου.

Σύντομη Ιστορική Αναδρομή

Νεολιθική Εποχή (8200-3900 π.Χ.)
Τα ευρήματα του αρχαιότερου και πιο καλά διατηρημένου οικισμού της Κύπρου, του οικισμού της Χοιροκοιτίας, ανάγονται στην περίοδο αυτή. Στην αρχή χρησιμοποιούνταν μόνο λίθινα αγγεία ή εργαλεία.
Η αγγειοπλαστική εμφανίστηκε σε μεταγενέστερη φάση, μετά το 5000 π.Χ.
Χαλκολιθική Εποχή (3900-2500 π.Χ.)
Υπήρξε η μεταβατική περίοδος από τη Λίθινη Εποχή στην Εποχή του Χαλκού. Οι περισσότεροι οικισμοί της περιόδου αυτής βρέθηκαν στο δυτικό μέρος του νησιού όπου λατρευόταν η θεότητα της γονιμότητας. Άρχισε η ανακάλυψη του χαλκού στο νησί και η εκμετάλλευση του σε μικρή κλίμακα.
Εποχή του Χαλκού (2500-1050 π.Χ.)
Την περίοδο αυτή άρχισε η πλήρης εκμετάλλευση του χαλκού που χάρισε πλούτο και ευημερία στο νησί. Αναπτύχθηκε το εμπόριο με την Εγγύς Ανατολή, την Αίγυπτο και το Αιγαίο, όπου η Κύπρος ήταν γνωστή με το όνομα Αλάσια.
Μετά το 1400 π.Χ. οι Μυκηναίοι-Αχαιοί άρχισαν να έρχονται από την Ελλάδα στο νησί ως έμποροι. Γύρω στο 1200 π.Χ., όμως, εγκαταστάθηκαν μαζικά, διαδίδοντας την ελληνική γλώσσα, τη θρησκεία και τα ήθη και έθιμά τους στο νησί. Σταδιακά πήραν τον έλεγχο του νησιού και ίδρυσαν τις πρώτες πόλεις-βασίλεια της Πάφου, της Σαλαμίνας, του Κιτίου και του Κουρίου.
Γεωμετρική Περίοδος (1050-750 π.Χ.)
Την περίοδο αυτή η Κύπρος είναι ελληνικό νησί με δέκα πόλεις-βασίλεια και με διαδεδομένη τη λατρεία της θεάς Αφροδίτης, που σύμφωνα με τη μυθολογία αναδύθηκε από τα κύματα στις ακτές της Πάφου. Οι Φοίνικες εγκαταστάθηκαν στην πόλη του Κιτίου τον ένατο αιώνα π.Χ.. Τον όγδοο αιώνα π.Χ. η Κύπρος γνώρισε μεγάλη ευμάρεια.
Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος (750-310 π.Χ.)
Η περίοδος ευμάρειας συνεχίστηκε αλλά το νησί γνώρισε πολλούς κατακτητές. Τα κυπριακά βασίλεια κατέλαβαν διαδοχικά οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες. Ο βασιλιάς Ευαγόρας της Σαλαμίνας (που κυβέρνησε την πόλη από το 411 μέχρι το 374 π.Χ.) ένωσε τα βασίλεια της Κύπρου και κατέστησε το νησί ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά και πολιτιστικά κέντρα του ελληνικού κόσμου.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ελευθέρωσε την Κύπρο από τους Πέρσες το 332 π.Χ. και το νησί αποτέλεσε μέρος της αυτοκρατορίας του.
Ελληνιστική Περίοδος (310-30 π.Χ.)
Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου οι στρατηγοί του διεκδίκησαν το νησί και τελικά η Κύπρος έγινε μια από τις σημαντικότερες κτήσεις των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Οι Πτολεμαίοι κατήργησαν τις πόλεις-βασίλεια και ένωσαν την Κύπρο με πρωτεύουσα την Πάφο.
Ρωμαϊκή Περίοδος (30 π.Χ.-330 μ.Χ.)
Η Κύπρος περιήλθε στην κυριαρχία των Ρωμαίων. Διαδόθηκε ο Χριστιανισμός στο νησί από τους Απόστολους Παύλο και Βαρνάβα και η Κύπρος γίνεται μάλιστα η πρώτη χώρα που κυβερνάται από Χριστιανό.
Τον 1ο αιώνα π.Χ. και τον 1ο αιώνα μ.Χ. σεισμοί κατέστρεψαν το νησί και οι πόλεις κτίστηκαν από την αρχή.
Βυζαντινή Περίοδος (330-1191)
Μετά τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Κύπρος περιήλθε στην κυριαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γνωστής ως Βυζάντιο. Ο Χριστιανισμός κατέστη η επίσημη θρησκεία.
Τον 4ο αιώνα, νέοι σεισμοί κατέστρεψαν τις κυριότερες πόλεις του νησιού. Εμφανίζονται νέες πόλεις με πρωτεύουσα την Κωνσταντία.
Το 488 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ζήνων παραχώρησε πλήρη αυτονομία στην Εκκλησία της Κύπρου και στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου το προνόμιο να υπογράφει με κόκκινο μελάνι, να κρατά αυτοκρατορικό σκήπτρο, αντί ποιμαντορική ράβδο, και να φορεί πορφυρό μανδύα.
Το 649 μ.Χ. οι Άραβες εισέβαλαν στο νησί. Για τρεις αιώνες η Κύπρος βρισκόταν συνεχώς κάτω από τις επιθέσεις Αράβων και πειρατών, μέχρι το 965, όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Νικηφόρος Φωκάς εκδίωξε τους Άραβες από τη Μικρά Ασία και την Κύπρο.
Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος και Ναΐτες (1191-1192)
Ο Ισαάκιος Κομνηνός, Βυζαντινός κυβερνήτης του νησιού, εξεγέρθηκε εναντίον της βυζαντινής αυτοκρατορίας και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας του νησιού. Η αυτοκρατορία του, όμως, ήταν σύντομη αφού το 1191 οι δυνάμεις της Τρίτης Σταυροφορίας, υπό το βασιλιά Ριχάρδο Ι της Αγγλίας, κατέκτησαν το νησί. Ο Ριχάρδος εκτίμησε τη στρατηγική σημασία της Κύπρου όσον αφορά τον ανεφοδιασμό των κρατών των Σταυροφόρων στη Συρία και την Παλαιστίνη. Πρώτα μεταβίβασε την Κύπρο σε Τάγμα Ιπποτών, τους Ναΐτες, οι οποίοι την επέστρεψαν ύστερα από εξέγερση των Κυπρίων. Στη συνέχεια το 1192 την πούλησε στον Γκυ ντε Λουζινιάν, τον πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ.
Φραγκική Περίοδος (1192-1489)
Στην Κύπρο επικράτησε το φεουδαρχικό σύστημα διακυβέρνησης. Η Καθολική Εκκλησία επίσημα αντικατέστησε την Ελληνική Ορθόδοξη, η οποία όμως παρόλη την καταπίεση κατόρθωσε να επιζήσει.
Η πόλη της Αμμοχώστου ήταν την περίοδο αυτή μια από τις πιο πλούσιες στην Εγγύς Ανατολή.
Ο φραγκικός ζυγός ήταν απάνθρωπος και τελείωσε όταν η τελευταία βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο παραχώρησε το νησί στους Ενετούς και εγκατέλειψε το θρόνο.
Ενετική Περίοδος (1489-1571)
Οι Ενετοί κατασκεύασαν οχυρωματικά έργα με σκοπό την υπεράσπιση του νησιού από την αυξανόμενη οθωμανική απειλή. Στην εποχή αυτή ανάγονται τα επιβλητικά τείχη της Αμμοχώστου και της Λευκωσίας.
Οθωμανική Κυριαρχία (1571-1878)
Το 1570 οι Οθωμανοί εισέβαλαν στο νησί. H Λευκωσία έπεσε ύστερα από πολιορκία έξι βδομάδων, στις 9 Σεπτεμβρίου 1570, ενώ η Αμμόχωστος κάτω από τον Ενετό Διοικητή Mαρκαντώνιο Βραγαδίνο, ο οποίος είχε την ευθύνη της άμυνας, αντιστάθηκε ηρωικά για έντεκα μήνες. Όταν η πόλη παραδόθηκε τελικά, στις 6 Αυγούστου 1571, οι Οθωμανοί έγδαραν ζωντανό το Bραγαδίνο και γέμισαν το δέρμα του με άχυρο.
Έτσι, η Κύπρος προσαρτήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι σχέσεις της με την Ευρώπη διακόπηκαν, ενώ ο καταπιεστικός οθωμανικός ζυγός οδήγησε σε παρακμή της γεωργίας και σε μείωση του πληθυσμού. Οι Κύπριοι στήριξαν όλες τους τις ελπίδες για απελευθέρωση στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, κυρίως στη Σαβοΐα, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. H ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, η οποία την περίοδο των Λουζινιανών και των Ενετών ήταν καταπιεσμένη, επανέκτησε το αυτοκέφαλό της (διοικητική ανεξαρτησία) και από το 18ο αιώνα και μετά αναλαμβάνει τη συλλογή φόρων, εκ μέρους των Οθωμανών, τόσο από τους χριστιανούς, όσο και από τους μουσουλμάνους, αποκτώντας με αυτό τον τρόπο μεγάλη επιρροή. Ένα ποσοστό Κυπρίων έγιναν μουσουλμάνοι κατά την οθωμανική περίοδο ή εξισλαμίστηκαν δια της βίας μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης το 1821.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, διάφορες ευρωπαϊκές δυνάμεις, κυρίως η Γαλλία και η Βρετανία, που αποκτούσαν ολοένα και μεγαλύτερα συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επέδειξαν ανανεωμένο ενδιαφέρον για την Κύπρο. Μερικές από αυτές διατηρούσαν από καιρό προξενεία στη Λάρνακα, που ήταν το κυριότερο λιμάνι και εμπορικό κέντρο την περίοδο των Οθωμανών. Κάτω από την ευρωπαϊκή πίεση οι Οθωμανοί Τούρκοι εισήγαγαν σειρά περιορισμένων μεταρρυθμίσεων, γνωστών ως Tanzimat. Με το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ, το 1869, η στρατηγική σημασία της Κύπρου έγινε ακόμα μεγαλύτερη.
Με την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο τουρκικός ζυγός στην Κύπρο έγινε απάνθρωπος και σε πολλές περιπτώσεις Έλληνες και Τούρκοι μαζί αγωνίστηκαν κατά της καταπίεσης του οθωμανικού ζυγού.
Βρετανική Κυριαρχία (1878-1960)
Το 1878 ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας Βενιαμίν Ντισραέλι εξανάγκασε τον Οθωμανό Σουλτάνο να παραχωρήσει την Κύπρο στη Βρετανία, με αντάλλαγμα την προστασία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις επιθέσεις της τσαρικής Ρωσίας.
Παρά την παραχώρηση της Κύπρου στη Βρετανία, το νησί παρέμεινε κατ’ όνομα οθωμανική κτήση μέχρι το 1914, ενώ οι Κύπριοι αποδοκίμαζαν έντονα το γεγονός ότι οι Βρετανοί χρησιμοποιούσαν τους φόρους που εισέπρατταν από την Κύπρο για να πληρώσουν το χρέος τους στους Οθωμανούς. Παρ' όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της βρετανικής κυριαρχίας κατασκευάστηκαν σ’ όλο το νησί δρόμοι και νοσοκομεία, ενώ έγινε αναδάσωση από τη δασική υπηρεσία, που μόλις είχε ιδρυθεί. Το αίσθημα ασφάλειας ζωής και περιουσίας, που υπήρχε, είχε ως αποτέλεσμα την εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού και την οικονομική αναζωογόνηση. Όμως, οι περισσότεροι Κύπριοι επιθυμούσαν την ένωση με την Ελλάδα, η οποία ήταν ανεξάρτητη από το 1830, και με την οποία η Κύπρος είχε την ίδια γλώσσα και θρησκεία. Με την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Κύπρος έπαυσε να είναι κατ’ όνομα οθωμανική κτήση και το 1925 κηρύσσεται αποικία του στέμματος. Οι ελπίδες για Ένωση αυξήθηκαν κατά τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκεια των οποίων η Ελλάδα πολέμησε στο πλευρό των Βρετανών και δεκάδες Κύπριοι υπηρέτησαν στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις. Όμως, λόγω της στρατηγικής σημασίας του νησιού, η Βρετανία ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει την κατοχή της Κύπρου και σ’ αυτό είχε την υποστήριξη της τουρκικής μειονότητας.
Το 1955, οι Ελληνοκύπριοι πήραν τα όπλα ενάντια στην αποικιακή δύναμη, ύστερα από μια μακρά αλλά ανεπιτυχή ειρηνική πολιτική και διπλωματική προσπάθεια να επιτύχουν την απελευθέρωσή τους από τον αποικιακό ζυγό. Έχοντας να αντιμετωπίσει ένα απελευθερωτικό αγώνα στο νησί, η αποικιακή κυβέρνηση προήγαγε την ιδέα της διχοτόμησης της Κύπρου ως αντίμετρο προς το ελληνοκυπριακό αίτημα για ένωση με την Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα η Τουρκία ενθάρρυνε τους Τουρκοκύπριους ηγέτες να συνασπιστούν με την αποικιακή κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν τον αγώνα για αυτοδιάθεση του λαού της Κύπρου.
Κυπριακή Δημοκρατία (1960- )
Ο αντιαποικιακός αγώνας έληξε το 1959 με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας. Η Κύπρος ανακηρύχθηκε στις 16 Αυγούστου του 1960 ανεξάρτητη Δημοκρατία, ενώ η Βρετανία διατήρησε δύο κυρίαρχες βάσεις στο νησί (158,5 τ. χλμ.), στη Δεκέλεια και την Επισκοπή.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα προσφέρθηκε στην τουρκοκυπριακή κοινότητα πολιτιστική και θρησκευτική αυτονομία, καθώς και προνομιακή μεταχείριση στο σύστημα διακυβέρνησης.
Οι Τουρκοκύπριοι, που αποτελούσαν το 18% του πληθυσμού, κάτω από τις πρόνοιες του Συντάγματος κατείχαν το 30% των θέσεων στη δημόσια υπηρεσία και αποτελούσαν το 40% της αστυνομικής δύναμης και του στρατού.
Οι Τουρκοκύπριοι αντιπροσωπεύονταν στην Κυβέρνηση από μέλη της κοινότητάς τους που καταλάμβαναν καθορισμένες από το Σύνταγμα θέσεις. Αυτές ήταν οι θέσεις του Αντιπροέδρου - του δόθηκαν μεγάλες εξουσίες μεταξύ των οποίων το δικαίωμα της αρνησικυρίας πάνω σ' όλα τα σημαντικά θέματα - και οι θέσεις 3 Υπουργών από τους 10 που αποτελούσαν συνολικά την Κυβέρνηση. Επιπλέον, 15 από τις 50 έδρες της Βουλής των Αντιπροσώπων ανήκαν σε Τουρκοκύπριους, οι οποίοι είχαν αυξημένες εξουσίες. Οκτώ Τουρκοκύπριοι βουλευτές μπορούσαν να καταψηφίσουν νόμο που ψήφιζαν οι υπόλοιποι 35 Ελληνοκύπριοι και 7 Τουρκοκύπριοι βουλευτές.
Μερικές πρόνοιες του Συντάγματος, όπως το δικαίωμα αρνησικυρίας, δημιούργησαν δυσκολίες στη λειτουργία των δημοκρατικών διαδικασιών. Γι’ αυτό το λόγο, το Νοέμβριο του 1963 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εισηγήθηκε στους ηγέτες της τουρκοκυπριακής κοινότητας τροποποίηση του Συντάγματος. Πρώτα η Τουρκία και στη συνέχεια η τουρκοκυπριακή ηγεσία απέρριψαν την πρόταση. Οι Τουρκοκύπριοι, αντί να τις συζητήσουν, αποσύρθηκαν από την κυπριακή κυβέρνηση και τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημιούργησαν τουρκοκυπριακούς στρατιωτικούς θύλακες στη Λευκωσία και σ' άλλες περιοχές του νησιού, με τη βοήθεια στρατιωτικού προσωπικού από την Τουρκία. Αυτό αποτέλεσε την απαρχή διακοινοτικών ταραχών και απειλών της Τουρκίας για εισβολή. Από τότε, και παρότι σταδιακά επικράτησε ηρεμία στο νησί, στόχος της Τουρκίας παραμένει ο στρατηγικός έλεγχος ολόκληρου του νησιού, μέσω της απειλής της διχοτόμησης. Προς επίτευξη του στόχο αυτού, η Τουρκία χρησιμοποιεί την εκάστοτε τουρκοκυπριακή ηγεσία, η οποία παραμένει έκτοτε δέσμια των πολιτικών επιδιώξεων της Άγκυρας.
Τουρκική εισβολή και κατοχή – Τελευταίες εξελίξεις
Στις 15 Ιουλίου 1974, η στρατιωτική χούντα που κυβερνούσε τότε την Ελλάδα, οργάνωσε πραξικόπημα και ανέτρεψε τη δημοκρατικά εκλεγμένη Κυβέρνηση της Κύπρου.

Στις 20 Ιουλίου 1974, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το εγκληματικό πραξικόπημα, η Τουρκία εισέβαλε στην Κυπριακή Δημοκρατία, κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ και όλων των αρχών που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις, για να αποκαταστήσει δήθεν τη συνταγματική τάξη. Σαν αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής 36,2% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι κατεχόμενο, 200.000 Ελληνοκύπριοι εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους, ενώ άλλοι 1.479 αγνοούνται ακόμη (Ιούνιος 2009). Από τις 20.000 Ελληνοκυπρίων που παρέμειναν εγκλωβισμένοι στις κατεχόμενες περιοχές αμέσως μετά την τουρκική εισβολή, σήμερα έχουν απομείνει μόνο 473 Ελληνοκύπριοι, περιλαμβανομένων ατόμων της Μαρωνίτικης θρησκευτικής ομάδας (Ιούνιος 2009). Από το καλοκαίρι του 1974 μέχρι σήμερα, η «Γραμμή Αττίλα» («Επιχείρηση Αττίλας» ήταν η κωδική ονομασία που έδωσε η Τουρκία στη στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο) διαμελίζει τεχνητά το νησί και το λαό του.

Την 1η Νοεμβρίου 1974, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε ομόφωνα το Ψήφισμα 3212, το πρώτο από μία σειρά ψηφισμάτων, που ζητά τον σεβασμό της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας, εδαφικής ακεραιότητας και του αδέσμευτου της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και την άμεση αποχώρηση από το νησί όλων των ξένων στρατευμάτων.

H Γενική Συνέλευση, το Συμβούλιο Ασφαλείας και η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και το Κίνημα των Αδεσμεύτων, η Κοινοπολιτεία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλοι διεθνείς οργανισμοί ζήτησαν κατ' επανάληψη, με ψηφίσματά τους, το σεβασμό της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, την άμεση επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους σε συνθήκες ασφάλειας, τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων και την πλήρη αποκατάσταση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του κυπριακού λαού.

Τον Φεβρουάριο του 1977 επιτεύχθηκε η πρώτη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου μεταξύ του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς. Η συμφωνία αυτή, που επετεύχθη στην παρουσία του τότε Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Κουρτ Βάλντχαϊμ, προέβλεπε την εγκαθίδρυση μιας δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Τον Μάιο του 1979 έγινε και δεύτερη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου, η οποία προέβλεπε μεταξύ άλλων ότι έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στο θέμα της επιστροφής της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της, ανεξαρτήτως της κατάληξης των διακοινοτικών συνομιλιών για συνολική διευθέτηση του προβλήματος.

Στις 15 Νοεμβρίου 1983, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς ανακήρυξε μονομερώς σε ανεξάρτητο «κράτος» το υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με τα ψηφίσματά του 541 (1983) και 550 (1984), καταδίκασε ως νομικά άκυρη την ανακήρυξη του ψευδοκράτους και ζήτησε την ανάκλησή της. Κάλεσε όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν άλλο κράτος στην Κύπρο εκτός από την Κυπριακή Δημοκρατία και να μην βοηθήσουν την παράνομη αποσχιστική οντότητα με οιονδήποτε τρόπο. Μέχρι σήμερα, καμιά χώρα στον κόσμο, εκτός από την Τουρκία, δεν έχει αναγνωρίσει το ψευδοκράτος.
Σε μια προσπάθεια να αυξήσει τις προοπτικές για μια διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος και να επιτύχει ασφάλεια για όλους τους Κυπρίους, η κυπριακή κυβέρνηση υπέβαλε, στις 17 Δεκεμβρίου 1993, επίσημη πρόταση στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ για πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου. Συγκεκριμένα, πρότεινε τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς και των τουρκοκυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων, την παράδοση των όπλων τους και του στρατιωτικού εξοπλισμού τους στην Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών (ΟΥΝΦΙΚΥΠ) και την ταυτόχρονη αποχώρηση από την Κύπρο των τουρκικών κατοχικών δυνάμεων. Σύμφωνα με την πρόταση, την επιτήρηση και τον έλεγχο για τη συμμόρφωση στα μέτρα θα αναλάμβανε η ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Η Τουρκία αρνήθηκε να εξετάσει την πρόταση και εξακολουθεί να διατηρεί τις στρατιωτικές δυνάμεις της στην Κύπρο.

Τον Δεκέμβριο του 1999, τα Ηνωμένα Έθνη εγκαινίασαν νέα προσπάθεια επίλυσης του κυπριακού προβλήματος με «εκ του σύνεγγυς συνομιλίες» στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Ούτε σε αυτές τις συνομιλίες υπήρξε πρόοδος, λόγω της εμμονής του Τουρκοκύπριου ηγέτη σε αναγνώριση του παράνομου καθεστώτος των κατεχομένων ως ξεχωριστό, κυρίαρχο «κράτος».

Μετά την πάροδο ενός έτους, άρχισαν απευθείας συνομιλίες ανάμεσα στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκο Κληρίδη ως ηγέτη της ελληνοκυπριακής κοινότητας και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς. Και πάλι δεν επιτεύχθηκε πρόοδος. Σε μια προσπάθεια ανακίνησης της διαδικασίας, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν κατέθεσε τον Νοέμβριο του 2002 λεπτομερές σχέδιο για τη συνολική επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Αναθεωρημένα σχέδια κατατέθηκαν εκ νέου τον Δεκέμβριο του 2002 και τον Φεβρουάριο του 2003.

Τον Μάρτιο του 2003, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών κάλεσε το νεοεκλεγέντα Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Τάσσο Παπαδόπουλο και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη σε συνομιλίες στην Χάγη. Οι συνομιλίες ναυάγησαν και πάλι λόγω της αδιαλλαξίας του Ραούφ Ντενκτάς και η τουρκοκυπριακή πλευρά και η Τουρκία βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη διεθνή κριτική και την απογοήτευση των Τουρκοκυπρίων για την αρνητική τους στάση. Ως αντιστάθμισμα των διεθνών πιέσεων, στις 23 Απριλίου 2003 η τουρκική πλευρά ανακοίνωσε τη μερική άρση των παράνομων περιορισμών που επέβαλλε ο τουρκικός στρατός από το 1974, στη διακίνηση των Τουρκοκυπρίων προς τις ελεύθερες περιοχές και των Ελληνοκυπρίων προς τις περιοχές που κατέχονται από την Τουρκία. Περισσότερες από 15.000.000 διακινήσεις καταγράφηκαν, έκτοτε, χωρίς οποιαδήποτε δικοινοτικά προβλήματα, καταρρίπτοντας το μύθο ότι οι δύο κοινότητες δεν μπορούν να συμβιώσουν.

Στις 13 Φεβρουαρίου 2004 επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών για τη διαδικασία που θα ακολουθείτο στις διαπραγματεύσεις, που θα διεξήγοντο κατ’ αρχάς στη Λευκωσία στη βάση του σχεδίου του Γενικού Γραμματέα, αποσκοπώντας σε συμφωνία επί αλλαγών που ενέπιπταν στα πλαίσια του σχεδίου. Η διαδικασία προέβλεπε συνέχιση των διαπραγματεύσεων, με την εμπλοκή της Ελλάδας και της Τουρκίας, και στα σημεία επί των οποίων δεν επετεύχθη συμφωνία, ο Γενικός Γραμματέας θα συμπλήρωνε το κείμενο, ασκώντας τη «διακριτική του ευχέρεια». Τέλος, οι δύο κοινότητες θα καλούνταν να ψηφίσουν επί του σχεδίου σε ξεχωριστά, ταυτόχρονα δημοψηφίσματα.

Στο τέλος η προοπτική άσκησης επιδιαιτητικού ρόλου από το Γενικό Γραμματέα αποδείχτηκε αντιπαραγωγική για τη διεξαγωγή ουσιαστικών διαπραγματεύσεων στην Κύπρο και το Μπούργκενστοκ της Ελβετίας. Η Τουρκική πλευρά ανάλωσε το χρόνο υποβάλλοντας αιτήματα αντίθετα προς τις βασικές αρχές του σχεδίου και προηγούμενες διαπραγματεύσεις. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ κατέθεσε το τελικό κείμενο στις δύο πλευρές στις 31 Μαρτίου 2004, στο οποίο περιλήφθηκαν όλες οι απαιτήσεις της Τουρκίας.

Στις 24 Απριλίου 2004 διεξήχθη το δημοψήφισμα. Με μια πλειοψηφία 64.9% οι Τουρκοκύπριοι ενέκριναν το σχέδιο ενώ το 75,8% των Ελληνοκυπρίων απέρριψε το Σχέδιο Ανάν, γιατί θεώρησαν ότι το τελικό κείμενο, που περιείχε όλες τις απαράδεκτες απαιτήσεις που κατέθεσε η Τουρκία την τελευταία στιγμή, περιλαμβανομένης της παραμονής τουρκικών στρατευμάτων στο διηνεκές και την παραμονή όλων των εποίκων, ήταν ετεροβαρές. Περαιτέρω, στο σχέδιο δεν παρέχονταν οποιεσδήποτε εγγυήσεις για την ασφάλεια, τη λειτουργικότητα και τη βιωσιμότητά του. Με την ψήφο τους οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν τη συγκεκριμένη πρόταση που τέθηκε προς έγκρισή τους κι όχι φυσικά την επανένωση της ίδιας τους της πατρίδας. Απέρριψαν ένα σχέδιο που προέβλεπε ότι οι δύο κοινότητες θα ήταν για πάντα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά διαχωρισμένες. Υπογράμμισαν δηλαδή τη θέληση των Κυπρίων για απελευθέρωση και ανεξαρτησία, μέσω της αληθινής επανένωσης του λαού, του εδάφους, των θεσμών και της οικονομίας του τόπου.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά εμμένει λοιπόν στη στάση αρχών για τη δημιουργία μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας που να βασίζεται στη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τη διατήρηση μίας κυριαρχίας, μίας διεθνούς προσωπικότητας και μίας υπηκοότητας. Με τη διευθέτηση αυτή θα κατοχυρώνονται τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η ελεύθερη διακίνηση και εγκατάσταση, καθώς και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και θα διασφαλίζεται, μέσα σε συνθήκες ειρήνης και προόδου, το μέλλον των δύο κοινοτήτων.

Η τουρκοκυπριακή πλευρά, από την άλλη, επιδιώκει συγκαλυμμένη συνομοσπονδία που να αποτελείται από δύο περιοχές, οι οποίες να έχουν πολύ χαλαρούς δεσμούς μεταξύ τους και ουσιαστικά να λειτουργούν ως δύο ανεξάρτητα κράτη. Σύμφωνα με τη θέση αυτή της τουρκοκυπριακής πλευράς, οι Ελληνοκύπριοι θα πρέπει να απεμπολήσουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά τους στο τμήμα του νησιού που θα είναι κάτω από τουρκοκυπριακή διοίκηση, και τα τουρκικά στρατεύματα και οι εξοπλισμοί να εξακολουθήσουν να υπάρχουν στον βορρά. Οι θέσεις αυτές υποστηρίζονται πλήρως από την Τουρκία.

Οι πρωτοβουλίες της ελληνοκυπριακής πλευράς για εξεύρεση κοινά αποδεχτής λύσης στο κυπριακό πρόβλημα μέσω συνομιλιών, συνεχίστηκαν και μετά την αποτυχία τους Σχεδίου Ανάν, με αποτέλεσμα την υπογραφή της Συμφωνίας της 8ης Ιουλίου 2006 μεταξύ των δυο κοινοτήτων. Δυστυχώς, η εφαρμογή της Συμφωνίας υπονομεύτηκε από την τουρκική πλευρά και η διαδικασία οδηγήθηκε σε νέο αδιέξοδο. Οι νέες πρωτοβουλίες που ανέλαβε ο Πρόεδρος Χριστόφιας, αμέσως μετά την εκλογή του στην προεδρία της Δημοκρατίας, οδήγησαν στην άρση του αδιεξόδου και την επανάληψη των συνομιλιών.

Έτσι, στις 3 Σεπτεμβρίου 2008 ξεκίνησε μία ανανεωμένη διαδικασία συνομιλιών μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια, υπό την ιδιότητά του ως ηγέτη της ελληνοκυπριακής κοινότητας και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Στόχος των διαπραγματεύσεων είναι η εξεύρεση μίας λύσης «από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους» στη βάση μίας συμφωνίας των δύο ηγετών που θα λάβει την έγκριση του λαού και η οποία θα διασφαλίζει όλα τα θεμελιώδη και νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Σε κοινές δηλώσεις τους, οι δύο ηγέτες επαναβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους σε μία διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, ενώ συμφώνησαν για μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα της ομόσπονδης Κύπρου.

Θρησκεία:
Οι Ελληνοκύπριοι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και ανήκουν στην Αυτοκέφαλη Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου. Οι Τουρκοκύπριοι είναι Μουσουλμάνοι, ενώ οι μικρότερες κυπριακές κοινότητες των Μαρωνιτών, Αρμενίων και Λατίνων ανήκουν σε άλλα χριστιανικά δόγματα.
Εκκλησία της Κύπρου

Άμυνα - Ασφάλεια
Εθνική Φρουρά -Σύντομο Ιστορικό
Σύμφωνα με τα άρθρα 129 έως 132 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960, συγκροτήθηκε, μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, στρατός της Δημοκρατίας αποτελούμενος από 2.000 άνδρες, από τους οποίους 60% ήταν Ελληνοκύπριοι και 40% Τουρκοκύπριοι. Η στρατιωτική θητεία δεν ήταν υποχρεωτική, όμως μπορούσε να επιβληθεί με κοινή συμφωνία του Προέδρου (Ελληνοκύπριου) και του Αντιπροέδρου (Τουρκοκύπριου).
Με τα γεγονότα του 1963-64, οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν το νόμιμο στρατό, στα πλαίσια της αποχώρησης τους από τις υπηρεσίες του κράτους. Παράλληλα και λόγω των απειλών της Τουρκίας για λήψη στρατιωτικών μέτρων, μεταφέρθηκε στην Κύπρο ελληνική μεραρχία και δημιουργήθηκε η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Άμυνας Κύπρου (ΑΣΔΑΚ), η οποία λειτούργησε μέχρι το τέλος του 1967, περίοδο κατά την οποία απομακρύνθηκε η μεραρχία από την Κύπρο. Ταυτόχρονα (1963) δημιουργήθηκε το Ειδικό Μικτό Επιτελείο Κύπρου (ΕΜΕΚ), το οποίο το 1964, πήρε την ονομασία Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς.
Τον Ιούνιο του 1964 ψηφίστηκε από την κυπριακή Βουλή ο Νόμος 20 «Περί Εθνικής Φρουράς» με τον οποίο καθιερώθηκε η υποχρεωτική στράτευση και άρχισε η ουσιαστική συγκρότηση του ενεργού κυπριακού στρατού. Η στρατιωτική θητεία ορίστηκε στους 18 μήνες και η Εθνική Φρουρά στελεχώθηκε από αξιωματικούς από την Ελλάδα οι οποίοι μαζί με τους εθελοντές, από τα έτη 1962-63, ανέλαβαν την οργάνωση και την εκπαίδευση του προσωπικού της.
Τον Αύγουστο του 1964 η Εθνική Φρουρά αντιμετώπισε, μεταξύ άλλων, την πρώτη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας, η οποία εκδηλώθηκε με αεροπορικές επιθέσεις στην περιοχή της Τηλλυρίας και του κόλπου του Ξερού, ενώ το 1967 δυνάμεις της εθνοφρουράς επενέβησαν στην κρίση που εκδηλώθηκε στην περιοχή Κοφίνου.
Τον Ιούλιο του 1974, τμήματα της Εθνικής Φρουράς χρησιμοποιήθηκαν από το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών στο πραξικόπημα κατά του Προέδρου Μακαρίου. Η σύγκρουσή της Εθνικής Φρουράς με τις νόμιμες δυνάμεις που υποστήριζαν τον Πρόεδρο Μακάριο, αλλά και με το σύνολο σχεδόν του ελληνικού κυπριακού λαού, εξασθένησε την Εθνική Φρουρά σε βαθμό που δεν ήταν ικανή να αντιμετωπίσει με επιτυχία στις 20 Ιουλίου 1974 τα τουρκικά στρατεύματα, που εισέβαλαν στην Κύπρο, με αφορμή την κατάλυση της συνταγματικής τάξης και με πρόφαση την προστασία των Τουρκοκυπρίων. Κατά τις δύο φάσεις της τουρκικής εισβολής (Ιούλιο και Αύγουστο 1974), η Εθνική Φρουρά βρέθηκε για πρώτη φορά μπροστά στο υπέρτατο καθήκον να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρά την προδοσία και μέσα σε συνθήκες διχασμού προέβαλε σθεναρή αντίσταση μαζί με την ΕΛΔΥΚ και έδωσε σκληρές μάχες, όπως στην περιοχή Κερύνειας, στην εντός των τειχών Λευκωσία και στην περιοχή του αεροδρομίου Λευκωσίας, προκαλώντας στον εισβολέα σημαντικές απώλειες και καταρρίπτοντας αριθμό εχθρικών αεροσκαφών.
Από το 1974 και μέχρι σήμερα, η Εθνική Φρουρά επιτέλεσε και συνεχίζει να επιτελεί σημαντικό έργο. Χρησιμοποιώντας σύγχρονες τεχνολογικές μεθόδους και αποτελούμενη από άρτια εκπαιδευμένα στελέχη, που αποστέλλονται για εκπαίδευση στις στρατιωτικές σχολές της Ελλάδας και άλλων χωρών, η Εθνική Φρουρά έχει σήμερα καταστεί μια υπολογίσιμη και αξιόμαχη αποτρεπτική δύναμη, με υψηλό βαθμό εκπαίδευσης. Μετά την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, συμμετέχει ισότιμα σε όλες τις δραστηριότητες της ΚΕΠΑΑ της ΕΕ.
Πέρα από το καθαρό στρατιωτικό της έργο, η Εθνική Φρουρά συμμετέχει και σε άλλες δραστηριότητες και επιτελεί κοινωνικό έργο, όπως είναι η συνδρομή στην κατάσβεση πυρκαγιών, η αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών και η εθελοντική προσφορά αίματος, χωρίς να παραγνωρίζεται η συμβολή της στη διαπαιδαγώγηση και διάπλαση του χαρακτήρα των νέων.
Έμβλημα
Ως έμβλημα της Εθνικής Φρουράς καθιερώθηκε από την ίδρυσή της, το 1964, ο δικέφαλος αετός σε κίτρινο φόντο, ο οποίος συμβολίζει την οικουμενικότητα του ελληνικού πνεύματος.
Αμυντική Συνεργασία Κύπρου - Ελλάδας
Δεδομένου ότι το Κυπριακό παραμένει άλυτο και η κατοχή και η παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων συνεχίζεται, είναι επιβεβλημένη η ύπαρξη, η ενίσχυση και η αναβάθμιση της άμυνάς μας , στο πλαίσιο των οικονομικών δυνατοτήτων του κυπριακού κράτους.
Μέσα στο πνεύμα αυτό λειτουργεί στενή και ειλικρινής συνεργασία με την Ελλάδα, στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων των δυο κρατών και των διμερών συμφωνιών που υπογράψαμε, γεγονός που αποτελεί και τον ακρογωνιαίο λίθο της αμυντικής μας πολιτικής.

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Προσηλωμένη στους σκοπούς και τις αρχές της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών και ιδιαίτερα στη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, τη διεθνή συνεργασία στον οικονομικό, πολιτιστικό και άλλους τομείς και στο σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, η Κυπριακή Δημοκρατία, αμέσως μετά την ανεξαρτησία της στις 16 Αυγούστου 1960, έγινε μέλος του ΟΗΕ και βαθμιαία όλων σχεδόν των εξειδικευμένων οργανισμών του. Έγινε, επίσης, μέλος του Κινήματος των Αδεσμεύτων, αλλά αποχώρησε από τον οργανισμό με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Κύπρος είναι σήμερα μέλος της Κοινοπολιτείας, του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Οργανισμού για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη. Διατηρεί πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις με πληθώρα ξένων χωρών και διεθνών οργανισμών και στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής αναπτύσσει σχέσεις και συνεργάζεται με όλες τις χώρες του κόσμου. Συμμετέχει, επίσης, ενεργά στις προσπάθειες για προαγωγή της διεθνούς ειρήνης, ασφάλειας και συνεργασίας, στηριζόμενη στο διεθνές δίκαιο και στις αρχές και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.

Το 1974, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο και από τότε κατέχει παράνομα, με τη χρήση στρατιωτικής βίας, το 37% περίπου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η διεθνής κοινότητα έχει δηλώσει κατηγορηματικά την υποστήριξη της για τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας επί του συνόλου του εδάφους της, περιλαμβανομένων των κατεχομένων περιοχών.

Το 1983 το κατοχικό καθεστώς, παράνομα και μονομερώς, προέβη σε ανακήρυξη λεγόμενης ανεξαρτησίας στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου («Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου»). Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με το ψήφισμά του 541 (1983) καταδίκασε την ανακήρυξη αυτή, την οποία θεωρεί νομικά άκυρη, και ζήτησε την ανάκλησή της. Επιπλέον, με το ψήφισμά του 550 (1984), το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδίκασε κάθε αποσχιστική ενέργεια και κάλεσε όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν την παράνομη οντότητα, τη λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου».

Με τα ίδια ψηφίσματα αλλά και πολυάριθμα άλλα ψηφίσματα, τα Ηνωμένα Έθνη καλούν τη διεθνή κοινότητα να μην αναγνωρίσει άλλο κυπριακό κράτος από την Κυπριακή Δημοκρατία.

Την 1η Μαΐου 2004 η Κύπρος έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εκφράσει σαφή θέση όσον αφορά το κυπριακό πρόβλημα, υποστηρίζοντας την εξεύρεση λύσης που θα σέβεται την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις και ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Η θέση της ΕΕ ότι το στάτους κβο που επιβλήθηκε στο νησί με την τουρκική εισβολή του 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή μέρους του εδάφους του νησιού είναι απαράδεκτο, εκφράστηκε στην τελική διακήρυξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Δουβλίνο (26 Σεπτεμβρίου 1990) και επαναλήφθηκε σε πολλές άλλες περιπτώσεις.

ΟΗΕ και Κυπριακό
Το Συμβούλιο Ασφαλείας, η Γενική Συνέλευση και άλλα κύρια και επικουρικά όργανα και επιτροπές, καθώς, επίσης, και εξειδικευμένοι οργανισμοί του συστήματος του ΟΗΕ, έχουν ασχοληθεί με το κυπριακό πρόβλημα και έχουν υιοθετήσει μεγάλο αριθμό ψηφισμάτων, καλύπτοντας όλες τις πτυχές του προβλήματος.

Κεφαλαιώδους σημασίας θεωρείται το ψήφισμα 3212 (ΧΧΙΧ) της 1ης Νοεμβρίου 1974, το οποίο υιοθέτησε ομόφωνα η Γενική Συνέλευση, με τη θετική μάλιστα ψήφο και της Τουρκίας, και το οποίο στη συνέχεια προσυπέγραψε ομόφωνα το Συμβούλιο Ασφαλείας με το ψήφισμα του 365 της 13ης Δεκεμβρίου 1974. Το ψήφισμα, μεταξύ άλλων, καλεί για το σεβασμό της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας, εδαφικής ακεραιότητας και του αδέσμευτου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επίσης, κάνει έκκληση για την άμεση αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από τη νήσο, τον τερματισμό κάθε ξένης επέμβασης καθώς και την ανάληψη επειγόντων μέτρων για την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους σε συνθήκες ασφάλειας.

Επακόλουθα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης εμπεριέχουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία για τη λύση του κυπριακού προβλήματος. Επιβεβαιώνουν τη θέση αρχής της διεθνούς κοινότητας για υποστήριξη της ανεξαρτησίας, εθνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και για αναγνώριση της κυπριακής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, το Συμβούλιο Ασφαλείας με τα ψηφίσματά του 541 (1983) και 550 (1984) καταδικάζει την ανακήρυξη απόσχισης του κατεχόμενου τμήματος ως νομικά άκυρη, κάνοντας έκκληση για ανάκλησή της και καλώντας όλα τα κράτη-μέλη του Οργανισμού να μην αναγνωρίσουν τη νέα αποσχιστική οντότητα και να απέχουν από όποια πράξη προς υποβοήθησή της.

Το ψήφισμα 1642 της 14ης Δεκεμβρίου 2005, στη διατακτική παράγραφο 1, επαναβεβαιώνει όλα τα σχετικά ψηφίσματα για την Κύπρο και ειδικότερα το ψήφισμα 1251 (1999), στην παράγραφο 11 του οποίου «Επιβεβαιώνει τη θέση ότι η διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος πρέπει να βασίζεται στην ύπαρξη ενός κυπριακού κράτους, με μια μόνη κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια, με διασφαλισμένη την ανεξαρτησία και εδαφική του ακεραιότητα, αποτελούμενο από δύο πολιτικά ίσες κοινότητες, όπως αυτές περιγράφονται στα συναφή ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, μέσα στα πλαίσια μιας δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας, και ότι μια τέτοια διευθέτηση θ' αποκλείει την ένωση ολόκληρου (του νησιού) ή τμήματος του με άλλο κράτος, ή οποιαδήποτε άλλη μορφή διαίρεσης ή απόσχισης».

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Η Κύπρος είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης από τον Μάιο του 1961 και συμμετέχει σε όλα τα σώματα και όργανά του, συμπεριλαμβανομένης της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης.
Η Κύπρος πάντοτε συμμετείχε ενεργά στην εφαρμογή των αρχών και αξιών του Συμβουλίου στο πεδίο της διαφύλαξης και προαγωγής των ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων. Κύπριοι ειδικοί συμμετέχουν στις πλείστες των ειδικευμένων επιτροπών του Συμβουλίου και η συνεισφορά τους έχει ευρέως αναγνωριστεί.
Το Συμβούλιο, ανταποκρινόμενο σε προσφυγές της Κύπρου, μέσω συναφών εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατονόμασε την Τουρκία ως υπεύθυνη για σοβαρές παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο κατεχόμενο από την Τουρκία τμήμα της νήσου. Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Ευρώπης στην απόφασή του αναφορικά με την Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή της Κυπριακής Κυβέρνησης κατά της Τουρκίας, η οποία κοινοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 1999, κατέδειξε την Τουρκία ως ένοχη για σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο, καθώς και για συνεχή παραβίαση αριθμού άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Με απόφαση που υιοθετήθηκε στις 10 Μαΐου 2001, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων βρήκε την Τουρκία ένοχη για παραβιάσεις 14 άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από το 1974 που κατέχεται το βόρειο τμήμα της Κύπρου. Αποφάνθηκε, επίσης, ότι η Τουρκία και όχι η αποσχισθείσα τουρκοκυπριακή διοίκηση είναι υπόλογη σ' αυτές τις κατηγορίες.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο βρήκε την Τουρκία ένοχη για παραβίαση των δικαιωμάτων Ελληνοκυπρίων προσφύγων να έχουν πρόσβαση στις περιουσίες τους και να επιστρέψουν στα σπίτια τους στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Αποφάσισε, επίσης, ότι η Τουρκία έχει παραβιάσει το δικαίωμα ζωής και ελευθερίας των αγνοουμένων από την τουρκική εισβολή προσώπων και ότι επίμονα έχει παρεμποδίσει μια αποτελεσματική έρευνα για τη διακρίβωση της τύχης τους. Το Δικαστήριο αποφάσισε επίσης ότι η Τουρκία παραβίασε το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης, λατρείας και εκπαίδευσης των Ελληνοκυπρίων εγκλωβισμένων στις κατεχόμενες περιοχές. Την βρήκε, επίσης, ένοχη για άρνηση των δικαιωμάτων κληρονομιάς των εγκλωβισμένων και για υποβολή τους σε δυσμενή μεταχείριση.
Της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχε προηγηθεί ενωρίτερα, στις 18 Δεκεμβρίου 1996, απόφαση στην υπόθεση της Ελληνοκύπριας Τιτίνας Λοϊζίδου εναντίον της Τουρκίας, σύμφωνα με την οποία υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1, της ΕΣΔΑ, η οποία καταλογίζεται στην Τουρκία. Το Δικαστήριο βρήκε την Τουρκία ένοχη για συνεχή παραβίαση των δικαιωμάτων περιουσίας της Τιτίνας Λοϊζίδου, η οποία είναι ιδιοκτήτρια περιουσίας στην κατεχόμενη περιοχή, και απέδωσε στην Τουρκία αποκλειστική ευθύνη για παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης και ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας της. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του για την εφαρμογή του άρθρου 50 της Σύμβασης στις 28 Ιουλίου 1998. Η Απόφαση αυτή επέβαλλε στην Τουρκία να πληρώσει τα επιδικασθέντα ποσά για αποζημιώσεις, πέραν του 1 εκ. ευρώ, σχετικά με την απώλεια χρήσης της περιουσίας της, για ψυχική οδύνη και για τα έξοδα της δίκης, μέσα σε 3 μήνες από της ημερομηνίας έκδοσης της Απόφασης. Μετά από 5 χρόνια συνεχούς άρνησης της Τουρκίας να τηρήσει τις υποσχέσεις της, και την υιοθέτηση 3 ενδιάμεσων καταδικαστικών για την Τουρκία ψηφισμάτων, υιοθετήθηκε στις 12/11/2003 το 4ο ενδιάμεσο ψήφισμα κατά της Τουρκίας, με το οποίο καταδικάζεται η χώρα αυτή για τη μη εκτέλεση της απόφασης του ΕΔΑΔ του 1998 στην υπόθεση Λοϊζίδου. Με το εν λόγω ψήφισμα, το οποίο ήταν αυστηρότερο από τα προηγούμενα, δινόταν προθεσμία μιας εβδομάδας, μέχρι τις 19/11/2003, ώστε να καταβάλει την άνευ όρων αποζημίωση. Σε αντίθετη περίπτωση η Επιτροπή θα εξέταζε τη λήψη περαιτέρω μέτρων εναντίον της. Τελικά η Τουρκία αναγκάστηκε να καταβάλει την αποζημίωση στις 2 Δεκεμβρίου 2003. Παρά ταύτα, εκκρεμεί η συμμόρφωση της Τουρκίας στην απόφαση του ΕΔΑΔ του 1996, σύμφωνα με το οποίο η Τουρκία θα πρέπει να λάβει ειδικά και γενικά μέτρα και να επιτρέψει στην κα Λοϊζίδου την ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της στην Κερύνεια.
Στις 6 Απριλίου 2005 το ΕΔΑΔ, στην υπόθεση Ξενίδη-Αρέστη εναντίον Τουρκίας, κήρυξε την εν λόγω αίτηση ως αποδεκτή, έχοντας απορρίψει τις ενστάσεις της Τουρκίας όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την εξάντληση εγχώριων ένδικων μέσων. Στο λεκτικό της απόφασης επαναβεβαιώθηκαν τα ευρήματα των αποφάσεων του Δικαστηρίου στην Δ΄ Διακρατική Προσφυγή και στην υπόθεση Λοϊζίδου εναντίον Τουρκίας, αναφορικά με τις ευθύνες τις οποίες η Τουρκία υπέχει στα κατεχόμενα, καθώς και στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων ιδιοκτητών περιουσιών στα κατεχόμενα. Παράλληλα, το ΕΔΑΔ απεφάνθη ότι:
• Η τουρκική κυβέρνηση συνεχίζει να ασκεί γενικό στρατιωτικό έλεγχο επί του βορείου τμήματος της Κύπρου και πως επ’ αυτού δεν υπήρξε οποιαδήποτε αλλαγή, άρα, είναι υπεύθυνη για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που λαμβάνουν χώρα σε αυτή την περιοχή.
• Το γεγονός ότι οι δυο κοινότητες έτυχαν μεταχείρισης ως να είχαν ισότιμο καθεστώς στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στα δημοψηφίσματα επί του σχεδίου Ανάν, δεν συνιστά αναγνώριση της «ΤΔΒΚ» ούτε της αποδίδει χωριστή υπόσταση.
• Το γεγονός ότι οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο Ανάν δεν έχει τη νομική συνέπεια του τερματισμού των συνεχιζόμενων παραβιάσεων των δικαιωμάτων των προσώπων που εκτοπίστηκαν από τη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας το 1974, διότι ούτε ακόμα και η υιοθέτηση του σχεδίου θα τους είχε προσφέρει άμεση επανόρθωση.

Στενή συνεργασία μεταξύ της Κύπρου και του Συμβουλίου της Ευρώπης υπάρχει και στον τομέα της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και της υγείας καθώς και σε πολλά άλλα τεχνικής ή εξειδικευμένης φύσεως ζητήματα.
Η Κύπρος ανέλαβε την προεδρία της εξ Υπουργών Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, που είναι το ανώτατο εκτελεστικό όργανο του Συμβουλίου, τέσσερις φορές από τότε που έγινε μέλος του Οργανισμού.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Η Κύπρος συμπεριλαμβάνεται στις 35 χώρες που υπέγραψαν την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, το 1975, και υπήρξε ενεργό μέλος της τότε Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ), η οποία από την 1η Ιανουαρίου 1995 μετεξελίχθηκε στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ).
Από τη στιγμή της γέννησης της ιδέας για τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη, στις αρχές της δεκαετίας του '70, η Κύπρος μαζί με άλλα αδέσμευτα και ουδέτερα (Ν+Ν) ευρωπαϊκά κράτη κατέβαλε ουσιαστική προσπάθεια να συμβάλει η Διάσκεψη σε μια κοινή ευρωπαϊκή πορεία, η οποία σταδιακά θα αναιρούσε την τότε πολιτική διαίρεση μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Η Κύπρος υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Αδεσμεύτων και Ουδετέρων Χωρών, η οποία είχε αναλάβει ρόλο γεφυροποιού μεταξύ των τότε συγκρουόμενων συμφερόντων Ανατολής και Δύσης.
Η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ) συνήλθε στη Βιέννη, από το Νοέμβριο του 1986 έως και τον Ιανουάριο του 1989, ενώ η καταληκτική της διακήρυξη σηματοδότησε μια καινούργια εποχή στις ευρωπαϊκές σχέσεις, ακολουθώντας την επαναπροσέγγιση Ανατολής και Δύσης. Η Κύπρος συνέδραμε στην επίτευξη των αποτελεσμάτων της Βιέννης με την προώθηση προτάσεων σε σειρά σημαντικών ζητημάτων όπως η στρατιωτική ασφάλεια στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο, περιβαλλοντικά θέματα και θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τις διακρατικές σχέσεις.
Πρόταση που εισήγαγε η Κύπρος δρομολόγησε διαδικασίες για την εξεύρεση συμβιβαστικής φόρμουλας μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αναφορικά με τις συνομιλίες περί αφοπλισμού 23 συνολικά μελών των δύο συμμαχιών, ουδετέρων και αδεσμεύτων κρατών. Τα εποικοδομητικά στοιχεία που εισήγαγε η κυπριακή πρόταση, έχουν περιληφθεί στο καταληκτικό κείμενο της Διάσκεψης της Βιέννης, το 1987.
Άμεσα συνυφασμένη με το θέμα της στρατιωτικής ασφάλειας υπήρξε η συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών της Ομάδας των Αδεσμεύτων και Ουδετέρων Χωρών η οποία πραγματοποιήθηκε στη Λεμεσό, τον Μάιο του 1987, ύστερα από πρόσκληση του Υπουργείου Εξωτερικών της Κύπρου. Ο κατάλληλος χρόνος κατά τον οποίο υλοποιήθηκε η πρωτοβουλία αυτή, καθώς και οι προσωπικές προσπάθειες του Κύπριου Υπουργού των Εξωτερικών, βοήθησαν σημαντικά την εν λόγω Ομάδα να επαναβεβαιώσει τη συνοχή της, η οποία είχε βαθύτατα τραυματιστεί στο ζήτημα της στρατιωτικής ασφάλειας.
Αναφορικά με τη Μεσόγειο, η Κύπρος συνέβαλε στην υιοθέτηση μιας διευρυμένης πρωτοβουλίας για την Μεσογειακή Διάσκεψη, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1990. Βασισμένη στις προσπάθειες τριών αδέσμευτων κρατών της Ευρώπης (Κύπρος, Μάλτα, Γιουγκοσλαβία), η πρωτοβουλία αυτή παρείχε την ευκαιρία για πρώτη φορά να συζητηθούν ζητήματα ασφάλειας για την ευρύτερη Μεσογειακή Ζώνη, στα πλαίσια της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη.
Στο τομέα του περιβάλλοντος, πρόταση που κατέθεσε η Κύπρος συνέδραμε ουσιαστικά στην υιοθέτηση προϋπόθεσης, η οποία αναγνωρίζει τον σημαίνοντα ρόλο των μη κυβερνητικών οργανώσεων και ιδιωτών, προσηλωμένων στην προστασία του περιβάλλοντος, παρακινώντας ταυτόχρονα τις κυβερνήσεις να σεβαστούν τις απόψεις τους.
Στο πεδίο των 10 αρχών, γνωστών και ως ο Δεκάλογος του Ελσίνκι, οι οποίες προσδιορίζουν τις διακρατικές σχέσεις, η Κύπρος προώθησε την υιοθέτηση νέων και δεσμευτικών συνάμα υποχρεώσεων που αφορούν την εδαφική ακεραιότητα των κρατών και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ειδικότερα, η υιοθέτηση στη Βιέννη του καταληκτικού κειμένου των προϋποθέσεων για την μη αναγνώριση περιπτώσεων παραβιάσεων της κρατικής εδαφικής ακεραιότητας και της αναγνώρισης των δικαιωμάτων των προσφύγων να επιστρέψουν με ασφάλεια στις εστίες τους, υπογραμμίζει την καθοριστική συμβολή της κυπριακής θέσης στα προαναφερθέντα ζητήματα.
Στη Διάσκεψη της Βουδαπέστης, τον Δεκέμβριο του 1994, υιοθετήθηκε πρόταση της Κύπρου για στενότερη συνεργασία μεταξύ ΟΑΣΕ και άλλων Ευρωπαϊκών Οργανισμών, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Τον Ιανουάριο του 1996, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από την υπογραφή της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι, το Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας οργάνωσε σεμινάριο στην Κύπρο για τη συνδρομή του ΟΑΣΕ στην ασφάλεια των μικρών κρατών. Το σεμινάριο παρακολούθησαν κράτη-μέλη του ΟΑΣΕ τόσο σε κυβερνητικό όσο και σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Στο Σεμινάριο υπογραμμίστηκαν οι σημαντικές δυνατότητες του ΟΑΣΕ, στον οποίο και προσβλέπουν τα μικρά και μεσαία κράτη. Επισημάνθηκε, παράλληλα, η αναγκαιότητα περαιτέρω εφαρμογής των αρχών που διέπουν τον ΟΑΣΕ, κυρίως προς την κατεύθυνση των πρωτοβουλιών που επιφορτίζεται για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μικρότερων κρατών-μελών του.
Η Κύπρος είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης Συμφιλίωσης και Διαιτησίας του ΟΑΣΕ, η οποία υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 1992 και η οποία δημιούργησε και το ομώνυμο Δικαστήριο.
Ο Χάρτης του Παρισιού για μια Νέα Ευρώπη (1990) προβλέπει τη δημιουργία Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, η οποία πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη σύνοδό της στη Βουδαπέστη τον Ιούλιο του 1992. Η κυπριακή κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία εμπλέκεται ενεργά στις εργασίες της Συνέλευσης από την ίδρυσή της.
Μία από τις σημαντικότερες δραστηριότητες της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης υπήρξε η παρακολούθηση εκλογικών διαδικασιών, μέσω ενός ενεργού προγράμματος που συστάθηκε για το σκοπό αυτό. Από το 1993, περίπου 1.000 κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι από 40 χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, έχουν αποσταλεί για επιτήρηση εκλογών στη ζώνη που καλύπτει ο ΟΑΣΕ.

ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ
Η Κύπρος κατέστη μέλος της Κοινοπολιτείας το 1961, αμέσως μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας της. Συμμετέχει ενεργά στις κοινοπολιτειακές δραστηριότητες, οι οποίες περιλαμβάνουν συνεργασία σε διάφορους τομείς, όπως οικονομική ανάπτυξη, γεωργία και παραγωγή τροφίμων, βιομηχανία, νομικά θέματα, εκπαίδευση, υγεία, θέματα νέων, θέματα γυναικών, επιστημονικά θέματα, δημόσια διοίκηση, κοινοβουλευτικά ζητήματα και επαγγέλματα.
Η Κύπρος είναι σταθερά προσηλωμένη στις αρχές και τις αξίες της Κοινοπολιτείας και συνεχίζει να συνεργάζεται στενά με τα υπόλοιπα μέλη προς την κατεύθυνση του κοινού συμφέροντος των λαών, την κοινωνική δικαιοσύνη και οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των κρατών-μελών αλλά και του κόσμου γενικότερα.
Η Κύπρος φιλοξένησε τους Αρχηγούς Κρατών της Κοινοπολιτείας το 1993 στην Λεμεσό, απόδειξη και πάλι της προσήλωσης της στο θεσμό αλλά και του κύρους που απολαμβάνει η Κύπρος στους κόλπους της Κοινοπολιτείας. Φιλοξένησε επίσης (30 Σεπτεμβρίου - 2 Οκτωβρίου 2009), την Ετήσια Σύνοδο των Υπουργών Οικονομικών της Κοινοπολιτείας. Η Σύνοδος των Υπουργών Οικονομικών της Κοινοπολιτείας είχε διοργανωθεί ξανά στην Κύπρο το 1988.
Η Κοινοπολιτεία με συνέπεια υποστηρίζει τον αγώνα της Κύπρου για μια δίκαιη λύση στο κυπριακό πρόβλημα. Οι Αρχηγοί Κρατών της Κοινοπολιτείας, κατά τις συναντήσεις τους, επανειλημμένα εξέφρασαν τη συλλογική υποστήριξη τους στην ανεξαρτησία, κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα και ενότητα της Δημοκρατίας της Κύπρου. Επανειλημμένα, επίσης, εξέφρασαν την υποστήριξη τους στην εφαρμογή των περί Κύπρου ψηφισμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, δίδοντας έμφαση στην αναγκαιότητα άμεσης αποχώρησης όλων των ξένων στρατευμάτων και εποίκων από την Κύπρο, την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους με ασφάλεια, την αποκατάσταση και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των Κυπρίων, τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων και το απαράδεκτο του τουρκικού αιτήματος για αναγνώριση χωριστού κράτους στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού.
Στη Διάσκεψη Κορυφής στην Καμπάλα της Ουγκάντας (23-25/11/2007), οι Αρχηγοί Κρατών της Κοινοπολιτείας επαναβεβαίωσαν στο τελικό ανακοινωθέν την υποστήριξη τους στην κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην εξεύρεση μιας διαρκούς, δίκαιης και λειτουργικής λύσης βασισμένης στις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις αρχές της Κοινοπολιτείας. Απηύθυναν έκκληση για την εφαρμογή των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας για την Κύπρο, ιδιαίτερα των ψηφισμάτων 365 (1974), 541 (1983), 550 (1984), 1250 (1999). Περαιτέρω, οι Αρχηγοί Κρατών επαναβεβαίωσαν την υποστήριξη τους στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των Κυπρίων, συμπεριλαμβανομένων του δικαιώματος περιουσίας, της εφαρμογής των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της διακρίβωσης της τύχης όλων των αγνοουμένων. Παράλληλα, εξέφρασαν την υποστήριξή τους στις προσπάθειες του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την εξεύρεση μιας συνολικής λύσης στο Κυπριακό, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Πέραν της υποστήριξης για την εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό, η Κοινοπολιτεία παρείχε τεχνική και άλλη βοήθεια προς την Κύπρο. Η βοήθεια αυτή προσέλαβε τη μορφή εξειδικευμένης τεχνογνωσίας αλλά και υποτροφιών που προσφέρθηκαν από εκπαιδευτικά ιδρύματα χωρών της Κοινοπολιτείας. Από την πλευρά της, η Κύπρος προσφέρει υποτροφίες σε φοιτητές προερχομένους από χώρες-μέλη του Οργανισμού, είτε απευθείας, είτε μέσω του Κοινοπολιτειακού Ταμείου Τεχνικής Συνεργασίας.

ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Στις 16 Απριλίου 2003 υπογράφηκε στην Αθήνα η Συνθήκη Προσχώρησης της Κύπρου - καθώς και άλλων εννέα χωρών από την Κεντρική, Ανατολική και Νότια Ευρώπη - στην ΕΕ. Η ενταξιακή διαδικασία της Κύπρου ολοκληρώθηκε με την επικύρωση της Συνθήκης Προσχώρησης από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 14 Ιουλίου 2003. Από την 1η Μαΐου 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία κατέστη πλήρες μέλος της ΕΕ, η οποία αριθμεί σήμερα 27 κράτη-μέλη.

Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ουσιαστικά η φυσική προέκταση του ευρωπαϊκού χαρακτήρα της, της ιστορίας της, των ανθρώπων της και της πολιτιστικής της κληρονομιάς.

Οι μακροχρόνιοι δεσμοί που συνδέουν την Κύπρο με την Ευρώπη, καθώς και η αναγνώριση του ευρωπαϊκού χαρακτήρα και της ταυτότητας της, αποτυπώθηκαν ξεκάθαρα στη γνωμοδότηση που εξέδωσε, στις 30 Ιουνίου 1993, η Επιτροπή για την αίτηση ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αναφέρει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, οι στενοί δεσμοί που εδώ και περισσότερο από δυο χιλιετίες συνδέουν τη νήσο με τις ίδιες πηγές της ευρωπαϊκής παιδείας και του πολιτισμού, η ένταση της ευρωπαϊκής επίδρασης τόσο όσον αφορά τις κοινές αξίες του κυπριακού λαού όσο και την οργάνωση της πολιτιστικής, πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής των πολιτών της, η σημασία των πάσης φύσης συναλλαγών που έχει αναπτύξει με την Κοινότητα, προσδίδουν αναμφισβήτητα ευρωπαϊκό χαρακτήρα και ταυτότητα στην Κύπρο και επιβεβαιώνουν τον προορισμό της να αποτελέσει μέρος της Κοινότητας».
Η Κύπρος, παρά το μικρό μέγεθός της, ως αναπόσπαστο πια κομμάτι της ευρωπαϊκής οικογένειας, καλείται να μετάσχει ισότιμα και ενεργά στη διαμόρφωση και διατύπωση των αρχών και της πολιτικής που θα διέπουν το μέλλον της διευρυμένης Ευρώπης• καλείται να συμβάλει στη δημιουργία μιας νέας Ευρώπης που θα λειτουργεί μέσα σε συνθήκες ασφάλειας, ειρήνης, ισοτιμίας, προοπτικής και ανάπτυξης.
Μια νέα εποχή άρχισε για την Κύπρο. Έχει λόγο στη διαμόρφωση του δικού της μέλλοντος. Το αίσθημα της ασφάλειας ενδυναμώνεται, αφού η προσχώρησή της στην EE την καθιστά ευρωπαϊκό έδαφος και τυχόν ξένη επέμβαση στο έδαφος της θα θεωρείται επέμβαση σε ευρωπαϊκό έδαφος. Το αίσθημα της προοπτικής και ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας ενισχύονται, αφού χαράσσεται ένα μέλλον, μακριά από αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις εθνικιστικού χαρακτήρα, με επίκεντρο τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του.
Η προσχώρηση στην EΕ είναι μια πρόκληση που περιλαμβάνει τόσο προνόμια όσο και υποχρεώσεις, τις οποίες η Κύπρος είναι έτοιμη και ικανή να αντιμετωπίσει με επιτυχία.

Ημερομηνίες - Ορόσημα στην Ευρωπαϊκή Πορεία της Κύπρου
• 1 Ιουνίου 1973: Μπαίνει σε εφαρμογή η Συμφωνία Σύνδεσης της Κύπρου με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (EOK), με στόχο την εγκαθίδρυση μιας Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης
Κύπρου – EOK σε δύο φάσεις και σε μια περίοδο δέκα ετών. Η εφαρμογή της πρώτης φάσης της συμφωνίας καθυστέρησε λόγω της τουρκικής εισβολής του 1974.
• 1 Ιανουαρίου 1988: Συμπληρώνεται η πρώτη φάση της Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ το Πρωτόκολλο για την εφαρμογή της δεύτερης φάσης της Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης.
• 4 Ιουλίου 1990: Η κυπριακή κυβέρνηση υποβάλλει αίτηση για πλήρη ένταξη στην EE, εκπροσωπώντας τον πληθυσμό ολόκληρου του νησιού.
• 30 Ιουνίου 1993: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκδίδει θετική γνωμοδότηση (Avis) για την πλήρη ένταξη της Κύπρου στην EE.
• 31 Μαρτίου 1998: Η EE αρχίζει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Εσθονία, την Τσεχία και τη Σλοβενία.
• Δεκέμβριος 2002: Όλα τα κεφάλαια του ευρωπαϊκού κεκτημένου στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων θεωρούνται κλειστά και η πορεία εναρμόνισης της Κύπρου με την EE συμπληρώνεται.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (Κοπεγχάγη, 12-13 Δεκεμβρίου 2002) παίρνει την ιστορική απόφαση για την επόμενη διεύρυνση της EE, με την ένταξη δέκα νέων κρατών-μελών, περιλαμβανομένης της Κύπρου.
• 9 Απριλίου 2003: Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψηφίζει υπέρ της αίτησης ένταξης της Κύπρου στην EE.
• 16 Απριλίου 2003: Η Κύπρος υπογράφει τη Συνθήκη Προσχώρησης στην Αθήνα. Σύμφωνα με ειδικό Πρωτόκολλο που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη Προσχώρησης, η εφαρμογή του ευρωπαϊκού
κεκτημένου θα ανασταλεί σε εκείνες τις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οποίες η κυπριακή κυβέρνηση δεν ασκεί πλήρη έλεγχο.
• 1 Μαΐου 2004: Η Κύπρος, με άλλες εννέα χώρες, καθίσταται επίσημα πλήρες μέλος της EE.

Ευρωπαϊκό Σύνταγμα


ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
    Βασικά Χαρακτηριστικά
    Η οικονομία της Κύπρου μπορεί να χαρακτηριστεί, γενικά, ως μικρή, ανοικτή και δυναμική, με τις υπηρεσίες να αποτελούν την κινητήριο δύναμη της. Με την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, το οικονομικό περιβάλλον έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά. Τα επιτόκια έχουν φιλελευθεροποιηθεί, ενώ οι έλεγχοι τιμών και οι περιορισμοί στις επενδύσεις έχουν πλήρως καταργηθεί. Επιπλέον, άλλες ριζικές μεταρρυθμίσεις έχουν υλοποιηθεί, καλύπτοντας τους τομείς του ανταγωνισμού, του χρηματοοικονομικού και του επιχειρηματικού τομέα. Επίσης, το 2002 εφαρμόστηκε φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία οδήγησε σε σημαντική μείωση των φορολογικών συντελεστών.

    Ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος αποτελείται, κυρίως, από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχει πρωτεύοντα ρόλο στη διαδικασία παραγωγής. Παράλληλα, ο ρόλος του κράτους είναι η υποστήριξη του ιδιωτικού τομέα και η ρύθμιση των αγορών, προκειμένου να διατηρηθούν οι συνθήκες μακροοικονομικής σταθερότητας και ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

    Ο τριτογενής τομέας ή ο τομέας των υπηρεσιών έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια, συνεισφέροντας περίπου το 80,5% του ΑΕΠ το 2011. Αυτή η ανάπτυξη απεικονίζει τη βαθμιαία αναδιάρθρωση της κυπριακής οικονομίας από κυρίως εξαγωγέα μεταλλευμάτων και γεωργικών προϊόντων την περίοδο 1961-73 και εξαγωγέα βιομηχανικών προϊόντων στο τέλος της δεκαετίας του '70 και αρχές του '80, σε διεθνές κέντρο παροχής υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, της δεκαετίας του '90 και του 2000. Ο δευτερογενής τομέας (βιομηχανία) αποτέλεσε περίπου το 17,1% του ΑΕΠ το 2011. Ο πρωτογενής τομέας (γεωργία και αλιεία) συρρικνώνεται συνεχώς, αποτελώντας το 2,4% του ΑΕΠ το 2011.

    Το γεγονός ότι η οικονομία της Κύπρου είναι ανοικτή, αντικατοπτρίζεται στο γεγονός ότι το άθροισμα των συνολικών εισαγωγών και εξαγωγών αποτέλεσε περίπου το 91% του ΑΕΠ το 2010. Σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι της Κύπρου είναι τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ειδικότερα η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο.

    Η διεθνής οικονομική κρίση πλήττει την κυπριακή οικονομία
    Όπως ήταν φυσικό η διεθνής οικονομική κρίση επηρέασε αρνητικά την κυπριακή οικονομία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η ανάπτυξη στην Κύπρο παρουσίασε επιβράδυνση το 4ο τρίμηνο του 2012, με το ρυθμό ανάπτυξης (σε τριμηνιαία βάση) να εκτιμάται στο -1% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2012. Σημειώνεται ότι και το διεθνές περιβάλλον κατά το ίδιο έτος ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Το 4ο τρίμηνο του 2012 ο ρυθμός ανάπτυξης ( σε τριμηνιαία βάση ) της Ευρωζώνης ανήλθε στο -0,6%, της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο -0,5%, του Ηνωμένου Βασιλείου στο -0,3% και των ΗΠΑ στο 0% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2012 αντίστοιχα.

    Τα προβλήματα της κυπριακής οικονομίας επιτάθηκαν ιδιαίτερα κατά τη διετία 2011-2102, με αποτέλεσμα η Κυβέρνηση να ζητήσει τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία απέστειλε αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Τρόικα) για διαβουλεύσεις με την κυπριακή κυβέρνηση, με απώτερο στόχο τη συμφωνία ενός μνημονίου για στήριξη της κυπριακής οικονομίας.

    Οι Υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης –Eurogroup- συνήλθαν σε τακτική συνεδρία στις 16 Μαρτίου 2013 στις Βρυξέλλες για να εξετάσουν την κατάσταση στην Κύπρο. Μεταξύ άλλων αποφασίσθηκε η παραχώρηση οικονομικής βοήθειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ύψους μέχρι €10 δις για την κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών και τη στήριξη της οικονομίας στο σύνολο.

    Στις 24 Μαρτίου 2013 το Eurogroup συνήλθε σε έκτακτη συνεδρία στις Βρυξέλλες και ασχολήθηκε αποκλειστικά με το θέμα της Κύπρου. Ύστερα από μαραθώνιες συζητήσεις της κυπριακής αντιπροσωπείας υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Νίκο Αναστασιάδη με τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Χέρμαν βαν Ρομπουί, τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζοζέ-Μανουέλ Μπαρόζο και την Επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου κα Κριστίν Λαγκάρτ, επιτεύχθηκε, την επομένη 25 Μαρτίου, συμφωνία, η οποία, μεταξύ άλλων, επιβεβαίωσε την απόφαση του προηγούμενου Εurogroup για παραχώρηση οικονομικής βοήθειας ύψους μέχρι €10 δις. Άλλος όρος της συμφωνίας προέβλεπε η Κύπρος να κλείσει την μία από τις δύο μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας (Λαϊκή Τράπεζα) και να αρχίσει μια διαδικασία αναδιάρθρωσης της άλλης (Τράπεζα Κύπρου).

    Στο μεταξύ συνεχίστηκαν οι διαπραγματεύσεις της Κυβέρνησης με την Τρόικα οι οποίες στις 2 Απριλίου 2013, κατέληξαν σε συμφωνία για την τελική διαμόρφωση του Μνημονίου που αποτελούσε προαπαιτούμενο για τη δανειακή σύμβαση. Η ολοκλήρωση του μνημονίου αναμένεται ότι θα συμβάλει στην ομαλοποίηση και σταθεροποίηση της κατάστασης καθώς και στη δημιουργία συνθηκών για την επανεκκίνηση της οικονομίας.

    Οι Υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης συνήλθαν, επί ιρλανδικής προεδρίας της ΕΕ, σε έκτακτη συνεδρία, στο Δουβλίνο, στις 12 Απριλίου 2013. Κατά τη συνεδρία αυτή το Eurogroup επικύρωσε τη συμφωνία της κυπριακής κυβέρνησης με την Τρόικα για το Μνημόνιο. Σε σχετική ανακοίνωση, μεταξύ άλλων, το Eurogroup σημειώνει με ικανοποίηση τα μέτρα που έλαβε η κυπριακή κυβέρνηση για αντιμετώπιση της κατάστασης.

    Αναπόφευκτα, η διεθνής οικονομική κρίση αλλά και η εν γένει δεινή κατάσταση της κυπριακής οικονομίας επηρέασαν αρνητικά και την αγορά εργασίας. Περισσότερο επηρεάστηκαν ο κατασκευαστικός τομέας, η βιομηχανία, η αγορά ακινήτων και ο τουρισμός. Το ποσοστό ανεργίας έφτασε το 7% το 2010, ενώ το 2011 αυξήθηκε περισσότερο φτάνοντας το 7,6% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε ακόμη περισσότερο το 2012, φτάνοντας το 11,8%, ενώ το Φεβρουάριο του 2013 άγγιξε το 14%.

    Νομισματική Πολιτική
    Η ένταξη της Κύπρου στη ζώνη του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2008, είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την απώλεια της αυτονομίας για άσκηση νομισματικής πολιτικής. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου έχει γίνει μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), που, μαζί με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ασκεί νομισματική πολιτική για ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, με βάση τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτή την περιοχή.

    Ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση
    Μετά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004, η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ανέλαβε την υποχρέωση να ενταχθεί στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και να υιοθετήσει το ευρώ, μόλις εκπληρωθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις (κριτήρια Μάαστριχτ. Η Κύπρος εντάχθηκε στην ΟΝΕ την 1η Ιανουαρίου 2008.

    Για περισσότερες πληροφορίες
    Ιστοσελίδα Υπουργείου Οικονομικών: www.mof.gov.cy
    Ιστοσελίδα Στατιστικής Υπηρεσίας http://www.mof.gov.cy/cystat
    Ιστοσελίδα Γραφείου Προγραμματισμού http://www.planning.gov.cy
    Ιστοσελίδα Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου http://www.centralbank.gov.cy

    Τουριστική Ανάπτυξη
    ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
    Τα θεμέλια του τουρισμού στην Κύπρο τέθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η τουριστική βιομηχανία γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη, η οποία διακόπηκε από την τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974. Εκείνο τον καιρό, το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας περιέπεσε σε στασιμότητα και ο τουριστικός τομέας υπέστη καταστροφικό πλήγμα καθώς οι δύο πολύ ανεπτυγμένες περιοχές της Αμμοχώστου και της Κερύνειας πέρασαν υπό τον έλεγχο των τουρκικών στρατευμάτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια 13.000 κλινών που αποτελούσαν το 71,7% του συνολικού αριθμού των διαθέσιμων κλινών εκείνη την εποχή, συν 5.000 κλίνες υπό κατασκευή και περίπου το 40% των τουριστικών εγκαταστάσεων του νησιού σε εστιατόρια, καφετέριες, μπαρ και νυχτερινά κέντρα.

    Η καταστροφή της οικονομίας απαιτούσε δραστικά μέτρα, που θα επέτρεπαν την ταχεία ανόρθωσή της. Έτσι, η κυβέρνηση αναγνώρισε ότι ένα από τα πιο σημαντικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν αφορούσε την ανοικοδόμηση της τουριστικής βιομηχανίας. Αυτός ο στόχος θα επιτυγχανόταν μέσω του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (ΚΟΤ), ενός ημικρατικού οργανισμού που υπάγεται στο Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, και ο οποίος έχει την ευθύνη για τον προγραμματισμό του τουρισμού και την ανάπτυξη και προώθηση του τουριστικού προϊόντος καθώς και για τον έλεγχο και την επίβλεψη όλων των τουριστικών επιχειρήσεων της Κύπρου.

    Ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ανταποκρίθηκε άμεσα σ’ αυτή την πρόκληση και ηγήθηκε της προσπάθειας για ανοικοδόμηση, η οποία υλοποιήθηκε μέσω της υποστήριξης που έλαβε ο ιδιωτικός τομέας από την κυβέρνηση μέσα από διάφορα μέτρα πολιτικής και το επιχειρηματικό πνεύμα των Κυπρίων επαγγελματιών του τουρισμού. Αρκετά σύντομα, η Κύπρος επανατοποθετήθηκε στον Παγκόσμιο Τουριστικό Χάρτη, και ο τουρισμός έγινε η ραχοκοκαλιά της οικονομίας και η βασική κινητήρια δύναμη πίσω από την ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας.

    Eμπόριο
    Η Κύπρος διαθέτει μια εξωστρεφή οικονομία. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης διατηρούσε πάντοτε στενές οικονομικές σχέσεις με άλλες χώρες. Επιπρόσθετα, λόγω του μικρού μεγέθους της επιτόπιας αγοράς της, καθώς επίσης και της ανοικτής οικονομίας της, θεωρεί την πρόσβαση σε ξένες αγορές εξαιρετικά σημαντική. Σαν αποτέλεσμα το εμπόριο, το οποίο αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους τομείς της Κυπριακής οικονομίας, συνεισφέρει σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου.

    Η προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ αποτελεί σημείο καμπής που έχει επηρεάσει το διεθνές εμπόριο της Κύπρου, ευνοώντας τις εξαγωγές ως κινητήρια δύναμη στην οικονομία. Αυτό βελτιώθηκε ακόμη περισσότερο με την υιοθέτηση του ευρώ από την Κύπρο την 1η Ιανουαρίου 2008. Όσον αφορά τη διάρθρωση των κυπριακών εξαγωγών, τα βιομηχανικά προϊόντα ανέρχονται στο 69% και τα φρέσκα και μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα στο 31% . Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Κύπρου. Το 2012, οι εγχώριες εξαγωγές προς την ΕΕ έφτασαν περίπου το 51,5% των συνολικών εγχώριων εξαγωγών, κυρίως προς το Ηνωμένο Βασίλειο (13.8%), την Ελλάδα (11%) και την Ιταλία (5,6%). Επιπρόσθετα, το 16,8% των συνολικών εγχώριων εξαγωγών απορροφήθηκαν από χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, ενώ το 13,2% από άλλες ασιατικές χώρες.

    Τα κύρια προϊόντα που εξήχθηκαν από τις κυπριακές βιομηχανίες το 2012 ήταν τα φαρμακευτικά (162.8εκ.), γαλακτοκομικά (61.6εκ.), απορρίμματα σιδήρου ή χάλυβα προς ανακύκλωση (41 εκ.), χρυσος(40,1 εκ.), χαλκός (37,5 εκ), πατάτες (33,3 εκ), εσπεριδοειδή (25,8εκ.), φρουτοχυμοί (19,1 εκ) και ψάρια (15,7εκ.).

    Eπανεξαγωγές- Διαμετακομιστικό Εμπόριο
    Ενδεικτικό της θέσης της Κύπρου ως κύριου διαμετακομιστικού σταθμού είναι ο σημαντικός αριθμός επανεξαγόμενων προϊόντων, ο οποίος ανήλθε στα 771.6 εκατομμύρια ευρώ το 2012.

    Τα κύρια προϊόντα που επανεξήχθησαν από την Κύπρο είναι καύσιμα για αεροπλάνα ,ελικόπτερα και πλοία (196 εκ), πετρελαιοειδή 65 εκ. και τσιγάρα και καπνά 37 εκ.

    Ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των επανεξαγωγών, περίπου το 37%, κατευθύνθηκε κυρίως προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακολούθησαν οι επανεξαγωγές προς τις χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής οι οποίες απορρόφησαν το 12%, ενώ 2,7% διοχετεύθηκε προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Χώρες της Βόρειας Αμερικής και της Ασίας απορροφούν γύρω στο 5,2% και στο 4,8% αντίστοιχα.

    Υπηρεσίες
    Ο τομέας των υπηρεσιών κυριαρχεί στην οικονομική δραστηριότητα της Κύπρου όπως διαφαίνεται από την συνεισφορά του κατά 82% στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Άξια (ΑΠΑ). Τα τελευταία χρόνια, η Κύπρος έχει αναλάβει σημαντικό ρόλο στη διευκόλυνση της παροχής υπηρεσιών και υποστήριξης σε επιχειρηματίες και επαγγελματίες παγκοσμίως.

    Οι κυριότερες υπηρεσίες που προσφέρονται στην Κύπρο αφορούν τους τομείς των τραπεζικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, των ασφαλιστικών, των διαφημιστικών, των νομικών, της αρχιτεκτονικής, της λογιστικής, των συμβουλευτικών υπηρεσιών, του σχεδιασμού, της μηχανολογίας, της έρευνας αγοράς, της ιατρικής, των εκτυπωτικών και εκδοτικών υπηρεσιών, των δημοσίων σχέσεων, της εκπαίδευσης, της ανάπτυξης λογισμικών προγραμμάτων, του τουρισμού και άλλων σχετικών υπηρεσιών.

    Προώθηση Εξαγωγών
    Κύριος στόχος του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού όσον αφορά τον χώρο του εμπορίου είναι η επέκταση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Για να πετύχει τον στόχο του, το Υπουργείο έχει αναπτύξει και θέσει σε εφαρμογή σχέδιο δράσης. Το σχέδιο αυτό έχει εκπονηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να βελτιώσει την ικανότητα των κυπριακών επιχειρήσεων να διεισδύουν σε ξένες αγορές.

    Αυτό το σχέδιο επεκτείνεται πέραν της διαφήμισης και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή σχεδίων προσανατολισμένων στις εξαγωγές, τη συμμετοχή σε διεθνείς εμπορικές εκθέσεις, τη διοργάνωση επιχειρηματικών αποστολών και σεμιναρίων στο εξωτερικό, δημόσιες σχέσεις και έρευνες αγοράς.

    Το Υπουργείο λειτουργεί, επίσης, έντεκα Εμπορικά Κέντρα, σε προσεκτικά επιλεγμένες αγορές του εξωτερικού. Προς το παρόν, το Υπουργείο διατηρεί κέντρα στην Αυστρία, την Αίγυπτο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, τον Λίβανο, την Πολωνία, τη Ρωσία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Κύρια ευθύνη των Εμπορικών Κέντρων είναι η προώθηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στις αγορές του εξωτερικού. Επιπλέον, τα Εμπορικά Κέντρα ασχολούνται ενεργά με την προώθηση της Κύπρου ως Διεθνούς Επιχειρηματικού Κέντρου, καθώς και με την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.

    Εισαγωγές
    Το 2012 οι συνολικές εισαγωγές ανήλθαν στα 5,7 δισεκατομμύρια ευρώ μειωμένες 9% σε σχέση με το 2011.

    Οι εισαγωγές πετρελαιοειδών και των παραγώγων τους είναι το κυριότερο προϊόν που εισάγει η Κύπρος, το 2012 αποτελούσαν το 30,2% επί των συνολικών εισαγωγών. Ακολουθούν οι ηλεκτρικές συσκευές (5,4%), ο μηχανολογικός εξοπλισμός με 5,4%, ο μεταφορικός εξοπλισμός (5,2%) και τα φάρμακα (3,2%). Το 2012 η Ευρωπαϊκή Ένωση παρέμεινε η κύρια πηγή προμήθειας αγαθών προς την Κύπρο, με μερίδιο 68% των συνολικών εισαγωγών. Κύριοι προμηθευτές από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν η Ελλάδα (21,3%), η Ιταλία (8,2%), το Ηνωμένο Βασίλειο (7,2%), η Γερμανία (7%) και η Ολλανδία (6,6%).

    Οι εισαγωγές από το Ισραήλ, την Κίνα, την Βραζιλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ανήλθαν σε 11,8%, 4,6%, 1,5% και 1,3% αντίστοιχα.

    Βιομηχανική Ανάπτυξη
    Η βιομηχανία το 2011 υπολογίζεται ότι έχει αποδώσει το 17,1% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας και απασχολεί το 18,7% του εργατικού δυναμικού. Οι κυριότεροι βιομηχανικοί κλάδοι είναι αυτοί των τροφίμων, των ποτών, της επεξεργασίας καπνού, της υφαντουργίας, της ένδυσης, της υπόδησης, των δερμάτινων ειδών, των μεταλλικών προϊόντων καθώς και των χημικών και πλαστικών προϊόντων.
    Η συμμετοχή του βιομηχανικού τομέα στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) έχει εμφανίσει κάποια καθοδική τάση από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο τομέας αυτός χαρακτηρίζεται από προβλήματα ανταγωνιστικότητας, εξαιτίας, μεταξύ άλλων, του μικρού μεγέθους των περισσότερων βιομηχανικών μονάδων, που επηρεάζει αρνητικά την ικανότητά τους να χρησιμοποιήσουν προηγμένη τεχνολογία και σύγχρονες μεθόδους διοίκησης, παραγωγής και μάρκετινγκ. Άλλα προβλήματα οφείλονται στη δομική αδυναμία του τομέα, στο αυξανόμενο εργασιακό κόστος και τη χαμηλή παραγωγικότητα. Επίσης, υπάρχει διεθνής ανταγωνισμός από τη μία από τους παραγωγούς με ψηλό εργατικό κόστος, οι οποίοι έχουν συνδυάσει προηγμένο σχεδιασμό, ποιότητα και νέες μορφές ελαστικής παραγωγής, και, από την άλλη, από τους παραγωγούς της Κίνας και της Νοτιοανατολικής Ασίας οι οποίοι συνδυάζουν φτηνό εργατικό κόστος και μαζική παραγωγή.

    Αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση, η κυβέρνηση έχει αναδιαμορφώσει την πολιτική της για να διευκολύνει την τεχνολογική αναβάθμιση της βιομηχανίας. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση έχει θέσει τις ακόλουθες προτεραιότητες:
    • Να προσελκύσει και να αναπτύξει βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας
    • Να συμβάλει στην αναδιάρθρωση των υπαρχουσών βιομηχανιών
    • Να βελτιώσει την παραγωγικότητα
    • Να προσελκύσει ξένες επενδύσεις.

    Το ξένο κεφάλαιο μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σ’ αυτές τις προσπάθειες καθώς συνεισφέρει ουσιαστικά στην παραγωγή υψηλής τεχνολογίας και κατάρτισης. Επιπρόσθετα, η συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει τη δυνατότητα σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στα διάφορα προγράμματα σχετικά με τη βιομηχανική τεχνολογία, την επαγγελματική κατάρτιση και τη βελτίωση παραγωγής και να βοηθηθούν με αυτό τον τρόπο στη διαδικασία αναδιάρθρωσης.

    Βιομηχανικές Περιοχές και Ελεύθερες Ζώνες
    Η κυβέρνηση έχει ιδρύσει δώδεκα Βιομηχανικές Περιοχές σε όλο το νησί και μία Ελεύθερη Ζώνη. Σήμερα υπάρχουν περίπου 600 βιομηχανικές επιχειρηματικές μονάδες που λειτουργούν στις Βιομηχανικές Περιοχές και ασχολούνται με ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων. Η κυβέρνηση έχει καθορίσει για αυτές τις βιομηχανικές επιχειρήσεις τις κατάλληλες εκτάσεις, που ποικίλλουν σε μέγεθος ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε μονάδας, στη βάση μακροχρόνιων μισθώσεων. Το ετήσιο μίσθωμα εξαρτάται από την τοποθεσία της βιομηχανικής ζώνης.

    Η Ελεύθερη Ζώνη στην Κύπρο βρίσκεται στην περιοχή της Λάρνακας κοντά στο αεροδρόμιο και λειτουργεί από το 1980. Οι σκοποί ίδρυσης της Ελεύθερης Ζώνης είναι οι ακόλουθοι:
    • η προσέλκυση ξένων επενδύσεων
    • η δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης
    • η αύξηση των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων και η εισροή ξένου συναλλάγματος
    • η αξιοποίηση της γεωγραφικής θέσης της Κύπρου, καθώς και της προηγμένης υποδομής της.

    Κάθε πρόσωπο μπορεί να υποβάλει αίτηση προς το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού για τη χορήγηση άδειας ίδρυσης βιομηχανικής μονάδας μέσα στην Ελεύθερη Ζώνη της Λάρνακας για διεξαγωγή οποιασδήποτε εμπορίας, εργασίας ή μεταποίησης.

    Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις
    Κυρίαρχη θέση στην οικονομία της Κύπρου έχουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Όλες σχεδόν οι επιχειρήσεις αυτές (99,9%) απασχολούν λιγότερα από 250 άτομα ενώ από το σύνολο αυτό οι μικρές επιχειρήσεις (95%) απασχολούν λιγότερο από 10 άτομα. Ο συνολικός αριθμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Κύπρο είναι 61.041. Η κυβέρνηση της Κύπρου έχει καταβάλει προσπάθειες να δημιουργήσει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που να προάγει τις επενδύσεις, την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα, να μειώσει τα κόστη έναρξης των επιχειρήσεων και να εξαλείψει περιττές διαδικασίες που λειτουργούν ως εμπόδιο για την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Κύπρο.

    Ενέργεια

    Ενεργειακή Πολιτική
    Το τετράπτυχο ασφαλή, επαρκή οικονομικά προσιτή και καθαρή παροχή ενέργειας για την ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών της χώρας, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ενεργειακής πολιτικής της Κύπρου.

    Σε συνάφεια και με τις σχετικές Ευρωπαϊκές πολιτικές, η κυβέρνηση μεριμνά για τη διασφάλιση της ασφαλούς τροφοδοσίας της ενεργειακής αγοράς με ποιοτικά προϊόντα σε προσιτές τιμές, την απελευθέρωση των αγορών ενέργειας και την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας. Μέσω της Υπηρεσίας Ενέργειας ενθαρρύνεται η χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η προώθηση της εξοικονόμησης ενέργειας στο πλαίσιο της ενίσχυσης της αειφορίας. Σημαντικό καθήκον της Υπηρεσίας Ενέργειας αποτελεί και η ενδυνάμωση του γεωστρατηγικού ρόλου της χώρας στον ενεργειακό χάρτη της ευρύτερης περιοχής.

    Έρευνες για εξεύρεση υδρογονανθράκων στην Κυπριακή ΑΟΖ
    Στοχεύοντας στην ενδυνάμωση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, στην ενίσχυση της ενεργειακής αυτάρκειας καθώς και στη θωράκιση του γεωστρατηγικού ρόλου της χώρας, τα τελευταία χρόνια, η Κυπριακή Δημοκρατία, αναπτύσσει συστηματικά δράσεις έρευνας, αξιολόγησης και αξιοποίησης του ορυκτού ενεργειακού δυναμικού που πιθανόν να βρίσκεται εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της. Κατά την χρονική περίοδο 2006-2009 το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, σε συνεργασία με τη Νορβηγική εταιρεία PGS, πραγματοποίησε μια σειρά από σεισμικές έρευνες στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου, όπου συνολικά συλλέχθηκαν 19.000 χιλιόμετρα δισδιάστατων σεισμικών δεδομένων και 659 τετραγωνικά χιλιόμετρα τρισδιάστατων σεισμικών δεδομένων.

    Στο πλαίσιο του 1ου Γύρου Αδειοδοτήσεων που διεξάχθηκε το 2007, χορηγήθηκε τον Οκτώβριο του 2008 μια Έρευνα Άδειας Υδρογονανθράκων για το ερευνητικό τεμάχιο αρ.12 στην αμερικανικών συμφερόντων εταιρεία Noble Energy International Ltd. Κατά την εκτέλεση του ερευνητικού προγράμματος της πιο πάνω εταιρείας και μετά το πέρας των εργασιών ανόρυξης της πρώτης ερευνητικής γεώτρησης εντός του τεμαχίου αρ.12, ανακοινώθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2011 η ανακάλυψη κοιτάσματος φυσικού αερίου σε όγκο που εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ των πέντε και οκτώ τρισεκατομμυρίων κυβικών ποδών, με μέσο όρο τα εφτά τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια.

    Ο 2ος Γύρος Αδειοδότησης Υδρογονανθράκων ανακοινώθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2012. Στα πλαίσια της εκμετάλλευσης των εγχώριων κοιτασμάτων φυσικού αερίου, εξετάζεται η πιθανότητα εγκατάστασης αγωγών για τη μεταφορά του στην Κύπρο, και στη συνέχεια η διανομή στα σημεία χρήσης του, καθώς και η δημιουργία υποδομής για την υγροποίηση του φυσικού αερίου για σκοπούς εξαγωγή του.

    Τερματικό Πετρελαιοειδών στο Βασιλικό
    Οι συμβατικές υποχρεώσεις της Κύπρου για διατήρηση ενεργειακών αποθεμάτων ασφαλείας για 90 ημέρες και η ανάγκη για απομάκρυνση των εγκαταστάσεων εισαγωγής και αποθήκευσης πετρελαιοειδών στην Λάρνακα, για περιβαλλοντικούς λόγους, οδήγησε την Κυβέρνηση στην απόφαση για δημιουργία τερματικού υποδοχής και αποθήκευσης πετρελαιοειδών στην περιοχή του Βασιλικού. Το τερματικό θα περιλαμβάνει εγκαταστάσεις αποθήκευσης λειτουργικών αποθεμάτων και αποθεμάτων ασφαλείας πετρελαιοειδών, καθώς και εγκαταστάσεις για χρήση του ως διαμετακομιστικού σταθμού εμπορίας πετρελαιοειδών.

    Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας
    Η προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας βρίσκεται ψηλά στις προτεραιότητες της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ένα από τα σημαντικότερα μέτρα προώθησης των ΑΠΕ είναι τα Σχέδια παροχής οικονομικών κινήτρων για ενθάρρυνση τέτοιων επενδύσεων που λειτουργούν από το 2004. Προς το σκοπό αυτό από το Φεβρουάριο του 2004 μέχρι το Δεκέμβριο του 2011 παραχωρήθηκαν υπό μορφή χορηγίας ή/και επιδότησης γύρω στα €79.3 εκατ. σε πέραν των 46.100 δικαιούχων.

    Τα μέτρα και οι πολιτικές της Κυπριακής Δημοκρατίας φαίνεται να ξεκίνησαν να αποδίδουν καρπούς αφού με βάση τη μεθοδολογία υπολογισμού της Οδηγίας 2009/28/ΕΚ και την ονομαστική παρέκκλιση της Κύπρου για ανώτατο όριο της κατανάλωσης στις αερομεταφορές, η Κυπριακή Δημοκρατία με μερίδιο 5,85% ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας το 2010 έχει ξεπεράσει την ενδεικτική ενδιάμεση πορεία για την περίοδο 2011-2012 η οποία είχε καθοριστεί στο 4,92% και βρίσκεται πολύ κοντά στην υλοποίηση της ενδεικτικής πορείας για την περίοδο 2013-2014. Πρόσθετα, με μερίδιο ΑΠΕ 2% στην ακαθάριστη κατανάλωση των μεταφορών για το 2010, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει σχεδόν πετύχει τον ενδεικτικό στόχο για 2,2% μερίδιο ΑΠΕ. Το μερίδιο των ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρισμού το 2010 ήταν 1,4%.

    Προώθηση Επενδύσεων
    Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ιδιαίτερα σε τομείς προτεραιότητας της οικονομίας και η προώθηση της Κύπρου ως διεθνούς επενδυτικού και επιχειρηματικού κέντρου αποτελούν κύριους στόχους της αναπτυξιακής πολιτικής της Κυβέρνησης. Μέσα σ’ αυτά πλαίσια έχει συσταθεί, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ο Κυπριακός Οργανισμός Προσέλκυσης Επενδύσεων (Cyprus Investment Promotion Agency) ως μη κερδοσκοπική εταιρεία ιδιωτικού δικαίου με εγγύηση με μοναδικό μέλος την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η κύρια αποστολή του Οργανισμού είναι να προβάλει την Κύπρο ως ελκυστικό επενδυτικό προορισμό και ως διεθνές επιχειρηματικό κέντρο σε τομείς προτεραιότητας της κυπριακής οικονομίας, όπως αυτοί καθορίζονται στο Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης της Κυβέρνησης.

    Στην αποστολή του Οργανισμού περιλαμβάνεται, επίσης, η συνηγορία και η υποβολή εισηγήσεων για μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στο θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, με στόχο τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθώς και η διευκόλυνση και η μεταεπενδυτική υποστήριξη ξένων επενδυτών, για την άμεση υλοποίηση νέων επενδύσεων και για παραμονή των υφιστάμενων ξένων επενδυτών, με προοπτική διενέργειας νέων επενδύσεων.

    Παράλληλα, μέσα στις στρατηγικές επιδιώξεις της Κυβέρνησης για μείωση του μέσου χρόνου που απαιτείται για τη σύσταση μίας επιχείρησης (ιδίως μικρής ή μεσαίας), λειτουργεί η Υπηρεσία Μονοθυριδικής Πρόσβασης για τη σύσταση επιχειρήσεων (Οne-Stop Shop). Η Υπηρεσία προσφέρει στους ξένους και Κύπριους επενδυτές τις πιο κάτω υπηρεσίες:
    • Καθοδήγηση /εξυπηρέτηση των Κυπρίων και ξένων επενδυτών.
    • Εγγραφή εταιρείας στην Κύπρο.
    • Εγγραφή στο Μητρώο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.
    • Εγγραφή στο Φόρο Εισοδήματος.
    • Εγγραφή στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Μητρώο Εργοδότη.
    • Αίτηση για έκδοση αδειών παραμονής και εργασίας στη Κύπρο.

    Επιπρόσθετα μέσα στα πλαίσια συμμόρφωσης με την Οδηγία 2006/123/ΕΚ των Υπηρεσιών στην Εσωτερική Αγορά, προγραμματίζεται η αναβάθμιση και η επέκταση της «Υπηρεσίας Μονοθυριδικής Πρόσβασης», ώστε να μπορέσει να καταστεί Ενιαίο Κέντρο Εξυπηρέτησης (ΕΚΕ) (Point of Single Contact), όπως αυτό καθορίζεται στις σχετικές πρόνοιες της Οδηγίας.

    Σκοπός του Ενιαίου Κέντρου Εξυπηρέτησης είναι να αποτελέσει το μοναδικό θεσμικό συνομιλητή για τον παροχέα υπηρεσιών, έτσι ώστε ο τελευταίος να μη χρειάζεται να έλθει σε επαφή με πλείονες αρμόδιες αρχές ή φορείς για να συγκεντρώσει όλες τις συναφείς πληροφορίες και να διεκπεραιώσει όλες τις απαραίτητες ενέργειες σχετικά με την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή τους. Μέσω του Ενιαίου Κέντρου Εξυπηρέτησης, οι πάροχοι υπηρεσιών θα μπορούν να διεκπεραιώνουν εύκολα από απόσταση και με ηλεκτρονικά μέσα - μέσω μιας εξειδικευμένης διαδικτυακής πύλης (web portal) - όλες τις διαδικασίες και διατυπώσεις για την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και για την άσκησή τους.

    Ιστοσελίδα Κυπριακού Οργανισμού Προσέλκυσης Επενδύσεων: www.cipa.org.cy

Γεωργία – Φυσικοί Πόροι
Η γεωργία παρά την ποσοστιαία μείωση της συνεισφοράς της στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, λόγω ταχύτερης ανάπτυξης άλλων οικονομικών τομέων, όπως ο τουρισμός και οι υπηρεσίες και παρά τις αντιξοότητες, κυρίως λόγω του έντονου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, εξακολουθεί να είναι βασικός τομέας της κυπριακής οικονομίας.
Ο ρόλος της γεωργίας, σήμερα, δεν καθορίζεται μόνο από οικονομικούς δείκτες. Η σύγχρονη γεωργία ασκεί πολυλειτουργικό ρόλο. Πέραν της προμήθειας με τρόφιμα, συμβάλλει σημαντικά στη διατήρηση του περιβάλλοντος, αποτελώντας το μέσο για τη διατήρηση και βελτίωση της ζωής στην ύπαιθρο και την αποφυγή της απερήμωσης των χωριών.
Η Κύπρος έχει το τυπικό μεσογειακό κλίμα με παρατεταμένο ζεστό καλοκαίρι και ήπιο χειμώνα. Το νερό, παρά την κατασκευή μεγάλου αριθμού φραγμάτων, συνεχίζει να αποτελεί περιοριστικό παράγοντα για την κυπριακή γεωργία, ενώ παράλληλα τα εδάφη είναι φτωχά σε οργανική ουσία.
Οι τρεις αυτοί παράγοντες καθορίζουν το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται η κυπριακή γεωργία.
Συνεισφορά στην Οικονομία
Η συνεισφορά της γεωργίας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν κατά το 2007, σε τρέχουσες τιμές, αντιπροσώπευε ποσοστό 2,2% του ΑΕΠ απασχολώντας 24.827 άτομα (σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης) ή 6,7% στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Η συνολική αξία (σε τρέχουσες τιμές) της γεωργικής παραγωγής το 2007 ανήλθε σε €650,9 εκ. σε σύγκριση με €629 εκ. το 2006. Σε σταθερές τιμές του 1995, η αξία της γεωργικής παραγωγής το 2007 ήταν €516,5 εκ., ενώ το 2006 ήταν €501 εκ. Η προστιθέμενη αξία του τομέα κατά το 2007, σε τρέχουσες τιμές, ήταν €343,7 εκ. σε σύγκριση με €306,3 εκ. το 2006. Η συνολική αξία των εξαγωγών γεωργικών προϊόντων το 2007 αντιπροσώπευε το 37,6% του συνόλου των εξαγωγών.
Οι δύο μεγαλύτεροι τομείς της κυπριακής γεωργίας είναι η φυτική και η κτηνοτροφική παραγωγή. Και οι δύο κλάδοι παρουσίασαν ελαφριά αύξηση το 2007. Συνεισέφεραν, σε τρέχουσες τιμές, το 2007 45% και 47% αντίστοιχα στην ακαθάριστη παραγωγή του ευρύτερου γεωργικού τομέα.
Η συνεισφορά των άλλων τομέων ήταν ως εξής: δευτερογενή προϊόντα (γαλακτοκομικά και αμπελουργικά προϊόντα που παράγονται από τους ίδιους τους παραγωγούς) 4,3%, δασική παραγωγή 0,5%, άλλα 3,2%.
Γεωργική Γη
Σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία, η έκταση της γεωργικής γης σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις το 2007 ανερχόταν σε 188,7 χιλιάδες εκτάρια, εκ των οποίων, το 17,4% αποτελούσε αρδεύσιμη γεωργική γη. Οι διάφορες ετήσιες και μόνιμες καλλιέργειες καταλάμβαναν 132,5 χιλιάδες εκτάρια, 16,4 χιλιάδες εκτάρια ήταν σε αγρανάπαυση, ενώ οι βοσκότοποι, η ακαλλιέργητη γη και η άγονη γη καταλάμβαναν έκταση 0,5, 35,5 και 3,8 χιλιάδες εκτάρια αντίστοιχα.

Υγεία :
H ιατρική φροντίδα στην Κύπρο παρέχεται μέσω των υπηρεσιών υγείας του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Υπουργείο Υγείας

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η Παιδεία Γενικά
Με την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, η ευθύνη για θέματα παιδείας των δυο κοινοτήτων ανατέθηκε στην Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση και την Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση αντίστοιχα.
Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64, η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση διαλύθηκε και με το Νόμο 12 του 1965 ιδρύθηκε το Υπουργείο Παιδείας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Από το 1972 καθιερώνεται η δωρεάν φοίτηση στα γυμνάσια και στα λύκεια. Η φοίτηση είναι υποχρεωτική στη Δημοτική Εκπαίδευση και στο Γυμνάσιο μέχρι την ηλικία των 15 ετών.
Η εκπαίδευση της Κύπρου δέχτηκε σοβαρό πλήγμα με την τουρκική εισβολή του 1974, αφού από τα 49 σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης, τα 19 κατελήφθησαν από τον τουρκικό στρατό (38%) και ποσοστό 44% των μαθητών Μέσης Εκπαίδευσης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα σχολεία τους. Στη στοιχειώδη εκπαίδευση ποσοστό 42% των μαθητών έχασαν τα σχολεία τους και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στις ελεύθερες περιοχές για εγκατάσταση και εκπαίδευση.
Η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας κατατάσσει τους τομείς της Παιδείας και του Πολιτισμού πολύ ψηλά στις προτεραιότητές της, αφού θεωρεί ότι αποτελούν την καλύτερη επένδυση για την κοινωνική, οικονομική, πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη και πρόοδο της Κύπρου.
Βασική προγραμματική δέσμευση όσον αφορά την Παιδεία είναι η συνέχιση και ολοκλήρωση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, με στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και του δημόσιου σχολείου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια τον τελευταίο χρόνο (2008) έχουν προωθηθεί πολλά θέματα που αφορούν στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

Το Εκπαιδευτικό Σύστημα της Κύπρου αποτελείται από τις πιο κάτω βαθμίδες:

Προδημοτική Εκπαίδευση:
Η Προδημοτική Εκπαίδευση, διάρκειας ενός χρόνου, έχει πρόσφατα γίνει υποχρεωτική και σε αυτή γίνονται δεκτά παιδιά άνω των 3 (τριών) ετών. Αυτό το επίπεδο της εκπαίδευσης σκοπό έχει την ικανοποίηση των αναγκών των παιδιών για ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας σε ένα εμπειρικό περιβάλλον το οποίο τα βοηθά στο να συνειδητοποιήσουν τις δυνατότητές τους και να βελτιώσουν την αυτοεικόνα τους.
Δημοτική Εκπαίδευση:
Η Δημοτική Εκπαίδευση είναι υποχρεωτική και έχει διάρκεια 6 χρόνια. Σκοπός της Δημοτικής Εκπαίδευσης είναι να δημιουργήσει και να διασφαλίσει τις αναγκαίες εκπαιδευτικές ευκαιρίες για τα παιδιά ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, οικογενειακής και κοινωνικής κατάστασης και πνευματικών ικανοτήτων.
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση:
Η Δευτεροβάθμια Γενική Εκπαίδευση προσφέρεται σε δύο τριετείς κύκλους, το Γυμνάσιο (Κατώτερη Μέση Εκπαίδευση) και το Λύκειο (Ανώτερη Μέση Εκπαίδευση) σε μαθητές ηλικιών μεταξύ 12 και 18 ετών. Το αναλυτικό πρόγραμμα περιλαμβάνει μαθήματα, διαθεματικούς τομείς και διάφορες άλλες δραστηριότητες εκτός του αναλυτικού προγράμματος.

Όσον αφορά την Ανώτερη Μέση Εκπαίδευση, οι μαθητές, έχουν την επιλογή αντί να φοιτήσουν στο Λύκειο να φοιτήσουν στη Μέση Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση, η οποία τους προετοιμάζει, παρέχοντας τους γνώσεις και δεξιότητες, για να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό του τόπου ή να ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές στον τομέα που τους ενδιαφέρει.

Ανώτερη Εκπαίδευση:
Στο παρόν στάδιο, λειτουργούν στη Κύπρο δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης σε πανεπιστημιακό και μη-πανεπιστημιακό επίπεδο.

Δημόσια Πανεπιστήμια:
Πανεπιστήμιο Κύπρου
Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου
Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Ιδιωτικά Πανεπιστήμια:
Πανεπίστήμιο Frederick - Frederick University
Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου - European University Cyprus
Πανεπιστήμιο Λευκωσίας - Nicosia University

Δημόσιες Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης:
Δημόσιες Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Κύπρο προσφέρεται επίσης από αριθμό Δημόσιων Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, καμία από τις οποίες δεν έχει καθεστώς πανεπιστημίου. Το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο (ΑΤΙ) προσφέρει προγράμματα τεχνολογικού προσανατολισμού τα οποία έχουν διάρκεια 3 χρόνια και οδηγούν στην απόκτηση τίτλου σπουδών ανώτερης εκπαίδευσης που παρέχουν πρόσβαση σε προγράμματα σπουδών δευτέρου κύκλου. Τα υπόλοιπα Δημόσια Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης προσφέρουν επαγγελματικά προγράμματα σπουδών η διάρκεια των οποίων εκτείνεται από 1 μέχρι 3 ακαδημαϊκά έτη. Τα προγράμματα αυτά δεν παρέχουν πρόσβαση σε προγράμματα σπουδών δευτέρου κύκλου. Απαραίτητο προσόν για εισαγωγή στα δημόσια ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης είναι το Απολυτήριο ή ισότιμο προσόν. Οι υποψήφιοι φοιτητές εισάγονται στα διάφορα προγράμματα σπουδών βάσει των αποτελεσμάτων που έχουν εξασφαλίσει και της σειράς κατάταξής τους στις Παγκύπριες Εξετάσεις.
Ιδιωτικές Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης:
Ιδιωτικές Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης:
Στο παρόν στάδιο λειτουργούν στη Κύπρο 25 Ιδιωτικές Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΙΣΤΕ) κάποιες εκ των οποίων διατηρούν και παραρτήματα σε άλλες πόλεις της Κύπρου εκτός από τη Λευκωσία. Οι ΙΣΤΕ δεν έχουν καθεστώς πανεπιστημίου αλλά προσφέρουν τόσο ακαδημαϊκούς και όσο και επαγγελματικούς κλάδους σπουδών σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο.

Αρμόδιο σώμα για την διασφάλιση της ποιότητας και της αξιολόγησης-πιστοποίησης των προγραμμάτων που προσφέρονται από τις ΙΣΤΕ είναι στο Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης Πιστοποίησης (Σ.ΕΚ.Α.Π.) το οποίο είναι μέλος του ENQA. Στο παρόν στάδιο ένας μεγάλος αριθμός προγραμμάτων των ΙΣΤΕ έχουν τύχει εκπαιδευτικής αξιολόγησης-πιστοποίησης από το Σ.ΕΚ.Α.Π. Αυτά τα προγράμματα εμπίπτουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

Ακαδημαϊκά και Επαγγελματικά προγράμματα σπουδών τα οποία οδηγούν στους ακόλουθους τίτλους: Πιστοποιητικό (1 έτος), Δίπλωμα (2 έτη), και Ανώτερο Δίπλωμα (3 έτη). Για πρόσβαση στα προγράμματα είναι απαραίτητο το Απολυτήριο ή ισότιμο προσόν.
Προγράμματα πρώτου κύκλου, με διάρκεια 4 ακαδημαϊκών ετών τα οποία οδηγούν στην απόκτηση Πτυχίου και Bachelor. Για πρόσβαση στα προγράμματα είναι απαραίτητο το Απολυτήριο ή ισότιμο προσόν.
Προγράμματα δευτέρου κύκλου, των οποίων η διάρκεια είναι 2 ακαδημαϊκά έτη πλήρους φοίτησης και τα οποία οδηγούν στην απόκτηση Μάστερ. Απαραίτητο προσόν για πρόσβαση στα προγράμματα αυτά είναι το Πτυχίο ή Bachelor ή άλλο ισότιμο προσόν.
Αρμόδιο σώμα για την αναγνώριση τίτλων σπουδών ανώτερης εκπαίδευσης είναι το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.). Το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αναγνωρίζει την ισοτιμία ή την ισοτιμία-αντιστοιχία τίτλων σπουδών πρώτου κύκλου ή την ισοτιμία μεταπτυχιακών τίτλων (δευτέρου και τρίτου κύκλου). Το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. έχει επίσης τη δυνατότητα να αναγνωρίζει τίτλους σπουδών που απονέμονται από διαπανεπιστημιακά προγράμματα.

Φορέας Πιστοποίησης Ποιότητας:
Η ίδρυση ενός Φορέα Πιστοποίησης Ποιότητας έχει εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο. Ο στόχος του Φορέα αυτού είναι η προώθηση της διασφάλισης ποιότητας τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης μέσω μέτρων τα οποία θα περιλαμβάνουν την εξωτερική αξιολόγηση αλλά και τη δημιουργία κουλτούρας ποιότητας. Αυτές οι προσπάθειες είναι ευθυγραμμισμένες με τη Διακήρυξη του Βερολίνου, τα επίπεδα και τις κατευθυντήριες γραμμές του ENQA αναφορικά με την Πιστοποίηση ποιότητας, όπως έγιναν αποδεκτά στη Διακήρυξη του Μπέργκεν και βάσει των προνοιών της Συμφωνίας για την Πιστοποίηση Ποιότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπουργείο Παιδείας

Τύπος – ΜΜΕ:
Η ελευθερία της έκφρασης και ο πλουραλισμός στα ΜΜΕ κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα καθώς και τον Περί Τύπου Νόμο του 1989 που διασφαλίζει την ελευθερία του Τύπου, την ανεμπόδιστη κυκλοφορία των εφημερίδων, το δικαίωμα των δημοσιογράφων να μην αποκαλύπτουν τις πηγές των πληροφοριών τους και την πρόσβαση σε επίσημη πληροφόρηση.
Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος 7 (I) του 1998 προνόησε για τη σύσταση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ενός ανεξάρτητου οργάνου με συγκεκριμένες αρμοδιότητες στον τομέα του ελέγχου της ιδιωτικής και δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.


Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης
Επιτροπή Δεοντολογίας
Ένωση Συντακτών Κύπρου

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Πόλεις

Αρχαιολογικοί Χώροι και Μνημεία

Ήθη και Έθιμα/ Παραδόσεις

Άνθρωποι

Αναπτυξιακά Έργα

Tουρισμός

Περιβάλλον



Αρχή Σελίδας


Καλύτερη Απεικόνιση με MS Internet Explorer 5.5+ και Netscape Navigator 6.2+

© 2006 - 2024 Κυπριακή Δημοκρατία,Υπουργείο Εξωτερικών
Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα
Αρχική Σελίδα | Κυβερνητική Πύλη Διαδικτύου | Αποποίηση | Υπέυθυνος Σελίδας