English|عربي
Έμβλημα Κυπριακής ΔημοκρατίαςΠρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΝτόχαΛογότυπο Υπουργείου Εξωτερικών

Αρχική Σελίδα | Συνήθεις Ερωτήσεις | Χάρτης Πλοήγησης | Συνδέσεις | Επικοινωνία
Αναζήτηση:  
Αναζήτηση
Ειδική Αναζήτηση            

Νέα > Τρέχοντα Νέα > Αρχείο Τρέχοντων Νέων


Αρχείο Τελευταίων Ειδήσεων


English Dansk
ΕκτύπωσηΕκτύπωση


Ομιλία της Α.Ε. Υπουργού Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργου Λιλλήκα στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας με θέμα: «Διεθνές Δίκαιο και Συλλογικότητα: Η μόνη πηγή ειρήνης και σταθερότητας»


Θεωρώ την πρόσκλησή σας να μιλήσω από το βήμα του Πανεπιστημίου MGIMO της Μόσχας ως ιδιαίτερη τιμή για μένα και γι΄ αυτό σας ευχαριστώ. Είναι συνάμα και διπλή πρόκληση. Πρόκληση γιατί απευθύνομαι σ΄ ένα εκλεκτό κοινό που προορίζεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον τομέα των διεθνών σχέσεων. Πρόκληση, ακόμη, γιατί το Πανεπιστήμιο είναι ο χώρος όπου αναπτύσσεται η επιστημονική σκέψη. Είναι ο χώρος όπου μέσα από την έρευνα και τη μελέτη αναζητείται η αλήθεια και παράγεται η γνώση. Η γνώση που είναι το απαραίτητο εργαλείο για την κατανόηση καταστάσεων και φαινομένων, αλλά και για το σχεδιασμό αποτελεσματικών πολιτικών.

Θα μπορούσε κάποιος, δικαιολογημένα, να πει ότι το θέμα που κλήθηκα να πραγματευτώ, είναι τετριμμένο. Αυτό είναι αλήθεια. Αλήθεια είναι, όμως, και ότι όλοι όσοι ασχολούνται με τη διεθνή πολιτική παραπέμπουν ακόμη στους ίδιους όρους: το Διεθνές Δίκαιο, τη Συλλογικότητα, την Ειρήνη και τη Σταθερότητα.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι κανένας από τους όρους αυτούς δεν έχει, ακόμη, επικρατήσει στον πλανήτη μας. Ακόμη πιο πικρή αλήθεια είναι ότι, υπό το μανδύα της ειρήνης και της σταθερότητας νέοι πόλεμοι και συρράξεις αναφύονται, ενώ το Διεθνές Δίκαιο συχνά παραγνωρίζεται και μαζί και η έννοια της Συλλογικότητας. Το Διεθνές Δίκαιο δεν καθιερώθηκε, ακόμη με αποτελεσματικό τρόπο, ως υποχρέωση των Κρατών να το σέβονται, αφού η επιβολή του από τη Διεθνή Κοινότητα γίνεται επιλεκτικά.

Το Διεθνές Δίκαιο θα μπορούσε να το περιγράψει κανείς, ως τον κοινό κώδικα αρχών και αξιών που πρέπει να διέπει τη συμπεριφορά των εθνών και των κρατών. Ένα κώδικα που, από κοινού και ελεύθερα, διαμόρφωσαν οι λαοί μέσα από Διεθνείς Συνθήκες και Συμβάσεις. Ένα κώδικα που, από κοινού, τα κράτη δέχθηκαν ότι συλλογικά θα ερμηνεύει το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Διαμέσου αυτών των διεθνών θεσμών και μηχανισμών, κρίνεται η νομιμότητα κρατικών δράσεων και ενεργειών στη διεθνή σκηνή.

Το Διεθνές Δίκαιο καθορίζει τη νομική και ηθική υπόσταση των δράσεων ή παρεμβάσεων που συλλογικά αποφασίζεται να αναληφθούν, προκειμένου να δοθεί μία λύση σ΄ ένα διεθνές ή περιφερειακό πρόβλημα. Η εφαρμογή και η επιβολή του Διεθνούς Δικαίου είναι συνυφασμένη με τη συλλογική δράση. Κι αυτό, όχι μόνο, γιατί συλλογικά συντάχθηκαν και υιοθετήθηκαν οι κανόνες και οι αρχές του, αλλά γιατί και η αξιολόγηση και η λήψη απόφασης σε κάθε περίπτωση πρέπει νάναι συλλογική. Αυτή εξάλλου είναι και η πεμπτουσία της δημιουργίας και λειτουργίας του Διεθνούς Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και των εκτελεστικών του οργάνων. Σ΄ αυτό εδράζονται και οι αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Το Διεθνές Δίκαιο και η συλλογικότητα στη λήψη απόφασης και δράσης, αποτελούν μία σημαντική κατάκτηση του 20ού αιώνα. Ήταν η απάντηση της ανθρωπότητας στις καταστροφικές συνέπειες της μονομερούς δράσης. Δεν γνωρίζω αν οι άνθρωποι έγιναν καλύτεροι από ότι ήταν τους προηγούμενους αιώνες. Σίγουρα όμως οι μαζικές καταστροφές και ο ανθρώπινος πόνος, που έφεραν ο Πρώτος και ιδιαίτερα ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, έκαναν του ανθρώπους και τους πολιτικούς ηγέτες σοφότερους. Το τίμημα που πλήρωσε η Ευρώπη και ιδιαίτερα η Ρωσία ήταν πολύ σκληρό. Ήταν όμως και η αιτία που οδήγησε στην επανεκτίμηση της αξίας της ειρήνης και της σταθερότητας, ως αναγκαίες προϋποθέσεις για την πρόοδο και την ευημερία των λαών.

Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η Ευρώπη, από ένα συνεχές θέατρο πολέμων, πέρασε σε μία φάση μακράς διάρκειας ειρήνης. Η ανθρωπότητα δεν ξαναμπήκε σε άλλη περιπέτεια ενός παγκόσμιου ή περιφερειακού πολέμου. Δεν εξαλείφθηκαν όμως οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις. Μπορεί, όμως, κάποιος να ισχυριστεί ότι υπήρξε πρόοδος, αφού αποφεύχθηκαν οι μεγάλοι και ιδιαίτερα καταστροφικοί πόλεμοι. Μία νέα μορφή σταθερότητας επικράτησε για αρκετά χρόνια.

Εξετάζοντας, όμως, τις βάσεις αυτής της σταθερότητας, εύκολα κανείς διαπιστώνει ότι αυτή δεν βασιζόταν κατ΄ ανάγκη στο σεβασμό των αρχών του Διεθνούς Δικαίου. Περισσότερο βασιζόταν σε μία στρατιωτική ισορροπία που μετέτρεπε σε ψευδαίσθηση την ελπίδα ή προοπτική νίκης του ενός επί του άλλου. Στο βαθμό που η ειρήνη επικράτησε, αυτή στηριζόταν στον αμοιβαίο φόβο των αντιποίνων.

Στο κόστος που θα είχε η όποια μονομερής ενέργεια και σ΄ αυτόν που θα την αποτολμούσε. Η ανάπτυξη πυρηνικών και άλλων όπλων μαζικής καταστροφής οδήγησε στην, εξ΄ ανάγκης, εδραίωση της αρχής της συλλογικότητας.

Στη μεταπολεμική περίοδο οι Διεθνείς Σχέσεις αναπτύχθηκαν πάνω σε μία ιδεολογική βάση. Ιδεολογικές συμμαχίες μετέφεραν την αντιπαράθεση κυρίως σε πολιτικό, ιδεολογικό και οικονομικό επίπεδο. Υπήρξαν και ιδεολογικοί πόλεμοι που δεν ήταν όμως πρωτόγνωροι για την ανθρωπότητα. Μπορεί για πρώτη φορά να είχαμε σε τέτοιο βαθμό ιδεολογικοποίηση των διεθνών σχέσεων, όμως η ιδεολογία με την ευρύτερη έννοια, χαρακτήριζε πολλούς από τους προηγούμενους πολέμους. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι, πολλοί εμφύλιοι πόλεμοι είχαν ιδεολογικό υπόβαθρο και χρώμα.

Σήμερα η διεθνής σκηνή δεν γνωρίζει ιδεολογικούς πολέμους. Ευτυχώς, τα όποια ατοπήματα που έτειναν να δημιουργήσουν μία αντίληψη πολέμου των πολιτισμών δεν βρήκαν απήχηση. Η πολιτική σοφία που προέκυψε από τις τραυματικές εμπειρίες του προηγούμενου αιώνα, δεν επέτρεψαν την εδραίωση της θεωρίας της αντιπαράθεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ Ισλαμισμού και Χριστιανισμού. Αντίθετα, η άμεση συλλογική απάντηση μέσα από το διαπολιτισμικό και διαθρησκευτικό διάλογο, απέτρεψε μία τέτοια εξέλιξη που θα μπορούσε να έχει τραγικές συνέπειες για την ανθρωπότητα.

Η αποϊδεολογικοποίηση των διεθνών σχέσεων συνοδεύτηκε από μία σοβαρή διατάραξη της ισχύουσας διεθνούς στρατιωτικής ισορροπίας. Η «νέα τάξη πραγμάτων» συνοδεύτηκε από τις θεωρίες περί ρεαλιστικής άσκησης της διεθνούς πολιτικής.

Μίας αντίληψης που, υπό το πρόσχημα της αποτελεσματικότητας, γρήγορα υποκατέστησε τη συλλογικότητα με τη μονομερή δράση. Οι αδυναμίες του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, που εκφράζοντο με την έλλειψη αποτελεσματικής δράσης, οδήγησαν στο μερικό παραγκωνισμό του. Στην πραγματικότητα, οι αδυναμίες του Διεθνούς Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών δεν είναι κατ΄ ανάγκη προϊόν της φύσης ή της δομής του. Είναι αδυναμίες που οφείλονται κυρίως σε τρεις παράγοντες.

Πρώτον, στην άρνηση κάποιων χωρών να ενισχύσουν και να δώσουν στον Οργανισμό τα μέσα που έχει ανάγκη.

Δεύτερο, στη μείωση της αξιοπιστίας του Οργανισμού, όχι γιατί οι αρχές και αξίες του έχασαν την εμβέλειά τους αλλά, γιατί στις αποφάσεις του για επιβολή του Διεθνούς Δικαίου παρεισέφρησαν άλλες παράμετροι που τον οδήγησαν σε μία πολιτική διακρίσεων. Το κριτήριο των συμμαχιών συχνά καθορίζει τη στάση του Οργανισμού έναντι χωρών που παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο, με αποτέλεσμα να υπάρχει έκδηλη ανομοιομορφία στις αποφάσεις του. Σε κάποιες περιπτώσεις ο Διεθνής Οργανισμός επιδεικνύει μηδενική ανοχή ενώ σε άλλες μεγάλη ανεκτικότητα.

Τρίτο, στο γεγονός ότι η διαδικασία λήψης απόφασης και η σύνθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές πραγματικότητες με βάση το ισοζύγιο δυνάμεων στον πλανήτη.

Συχνά προβάλλεται ως ρεαλιστική θεωρία, κάποτε και ως υποχρέωση ή αίτημα, ότι οι μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη έχουν ευθύνη έναντι των όσων συμβαίνουν στην ανθρωπότητα. Έχουν υποχρέωση να ασκήσουν ένα διεθνή ρόλο. Αυτό είναι αλήθεια. Υπάρχει αυτή η ηθική υποχρέωση γιατί δεν μπορεί να αναμένεται ίση συμμετοχή σε μέσα και σε πόρους, όλων των χωρών στην επιβολή του Διεθνούς Δικαίου και στην εδραίωση της ειρήνης.

Αυτή η αυξημένη ευθύνη των ισχυρότερων κρατών, πρέπει βέβαια να αναλαμβάνεται στη βάση κάποιων αρχών. Πρέπει να συνάδει και να εξυπηρετεί το Διεθνές Δίκαιο. Η αυξημένη ευθύνη δεν σημαίνει και προνόμιο αυθαίρετης ερμηνείας του δικαίου και ανάληψη μονομερούς δράσης. Δεν σημαίνει δικαίωμα προβολής και επιβολής των αντιλήψεων ή των πολιτισμικών μοντέλων ή μοντέλων διακυβέρνησης του ισχυρότερου επί των αδυνάτων. Η ανάληψη διεθνούς ευθύνης από μέρους των ισχυρότερων, πρέπει να έχει ως αρχή το σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και της συλλογικότητας και να αποτελεί έκφραση μίας διεθνής αλληλεγγύης στη βάση του αλληλοσεβασμού.

Η σημερινή έκφραση του λεγόμενου ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις έχει ως ιδεολογικό υπόβαθρο την παραγνώριση της ιστορίας. Πολύ συχνά, ένα ανοικτό πρόβλημα αντιμετωπίζεται μ΄ ένα υπεραπλουστευμένο και ανυπόστατο τρόπο που αδιαφορεί για την αιτία που το προκάλεσε. Και επειδή η ανάλυση των ιστορικών, πολιτικών και νομικών πτυχών της αιτίας και η σύγκρισή τους με το Διεθνές Δίκαιο συχνά δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επιδιωκόμενη λύση ενός προβλήματος, το πρόβλημα και η προτεινόμενη λύση απογυμνώνονται από τις συνιστώσες του. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά οι επιδιωκόμενες λύσεις και ο τρόπος επιβολής τους, στερούνται του νομικού και ηθικού υπόβαθρου που προσφέρει το Διεθνές Δίκαιο. Η ανιστόρητη προσέγγιση επίλυσης ενός προβλήματος οδηγεί συνήθως στην παραγωγή ή στην εδραίωση της αδικίας.
Δημιουργεί ένα άδικο «δίκαιο» που παράγεται από τη δύναμη του ισχυρού και δεν πηγάζει από το συλλογικό κώδικα αρχών και αξιών και την ελεύθερη βούληση των λαών.

Αυτή η ανιστόρητη θεώρηση των πραγμάτων δεν είναι αποτελεσματικός ρεαλισμός, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, αλλά συγκεκαλυμμένος πολιτικός κυνισμός. Ένας κυνισμός που επιτρέπει την αντικατάσταση της συλλογικής δράσης από τη μονομερή, που αποδυναμώνει και υποσκάπτει, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, τόσο το Διεθνές Δίκαιο όσο και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Επειδή ο πολιτικός κυνισμός είναι προϊόν της αλαζονείας της δύναμης, οι λύσεις που προάγει συνήθως συγκρούονται με το ιστορικό και περί δικαίου αίσθημα των λαών. Γι΄ αυτό και οι κυνικές λύσεις δεν έχουν βιωσιμότητα στο χρόνο.

Είναι γεγονός ότι, συχνά, η αντίληψη για την αξία του Διεθνούς Δικαίου διαφέρει από εποχή σε εποχή και από κράτος σε κράτος, ανάλογα με το μέγεθος και την ισχύ της δύναμης που ένα κράτος διαθέτει. Η ιστορία όμως μας διδάσκει ότι, η βιωσιμότητα της ειρήνης και της σταθερότητας εξαρτάται από μία σειρά αλληλένδετων παραγόντων. Εξαρτάται από το κατά πόσο η ειρήνη και η σταθερότητα εδράζονται στο δίκαιο ή στην άδικη επιβολή δια της δύναμης. Και επειδή στην ιστορία, που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, τίποτε δεν είναι μόνιμο ή αμετάβλητο και οι αλλαγές και μετατάξεις συχνά επιφέρουν ανατροπή στο ισοζύγιο δυνάμεων, οδηγούμαστε σε νέες διενέξεις για ανατροπή της επιβληθείσας στο παρελθόν αδικίας. Εξαρτάται, ακόμη η βιωσιμότητα της ειρήνης, από τη συμβατότητά της με την ιστορία του χώρου. Συνήθως στη δια της βίας επιβαλλόμενη σταθερότητα, η γεωγραφία, υπό την έννοια της γεωστρατηγικής σημασίας των χωρών, αποτελεί σημαντικό παράγοντα.

Πάντοτε η γεωγραφία διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Όμως καθοριστικότερη είναι η γνώση και ο σεβασμός της ιστορίας της γεωγραφίας. Χωρίς αυτή τη γνώση η σταθερότητα στηρίζεται στο πρόσκαιρο και είναι εύθραυστη, γιατί αγνοεί σημαντικές παραμέτρους μίας σύνθετης διαχρονικής κατάστασης.

Η ιστορία των πολέμων αποδεικνύει ότι τα οικονομικά συμφέροντα ήταν πάντοτε μία από τις πιο συνήθεις αιτίες τους. Η εξασφάλιση και ο έλεγχος οικονομικών πόρων, «ζωτικών συμφερόντων», εμπορικών διαδρόμων, πλουτοπαραγωγικών πηγών ήταν πάντοτε καθοριστικοί παράγοντες στις διεθνείς σχέσεις και στη διαμόρφωση της εθνικής εξωτερικής πολιτικής. Από τη σημαντικότητα εξυπηρέτησης αυτών των συμφερόντων αποκτούσε γεωπολιτική ή γεωστρατηγική αξία ένας γεωγραφικός χώρος. Κι από αυτή την αντίληψη συχνά εξαρτάτο η τύχη των λαών και βεβαίως η ειρήνη και η σταθερότητα.

Εμείς, οι Κύπριοι, το γνωρίζουμε καλά από την ιστορική μας εμπειρία. Μία μικρή χώρα με χιλιάδες χρόνια ιστορίας και πολιτισμού, επειδή κατέχουμε, ως άλλοι κρίνουν, μία σημαντική γεωστρατηγική θέση, λίγα χρόνια ζήσαμε ελεύθεροι χωρίς κατακτητές.

Άρα δεν είναι, όπως κάποιοι σήμερα υποστηρίζουν, νέος παράγοντας στη διεθνή πολιτική η οικονομία. Είναι τόσο παλαιός όσο είναι η αναζήτηση δύναμης και εξουσίας από τους λαούς, τα κράτη και τον άνθρωπο. Ούτε είναι νοητό, να πιστεύει κανείς ότι, στο προβλεπτό μέλλον, μπορεί τα οικονομικά συμφέροντα να πάψουν να διαδραματίζουν ρόλο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής των κρατών.

Δεν πρόκειται ποτέ η ανθρωπότητα, όχι τουλάχιστον στο προβλεπτό μέλλον, να αποκτήσει αγγελικά κράτη. Εκείνο όμως που κανείς μπορεί να ελπίζει και να προσδοκεί είναι ότι στο προβλεπτό μέλλον, θα γίνει κατανοητό πως η δια της βίας εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων σε βάρος άλλων λαών δεν συνεπάγεται τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτησή τους. Ότι συνήθως, με την πάροδο του χρόνου, ότι δια της βίας αποκτήθηκε αμφισβητείται και αποτελεί πηγή νέων συγκρούσεων και το κόστος σε ανθρώπινες ζωές καθιστά ανώφελο το όποιο πρόσκαιρο οικονομικό όφελος.

Εύλογα μπορεί να ισχυριστεί κανείς, ότι αυτή η θεώρηση των πραγμάτων, προέρχεται από την οπτική γωνία των αδύνατων και μικρών κρατών. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια. Αλλά το Διεθνές Δίκαιο, όπως και οι νόμοι σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, στοχεύουν μεταξύ άλλων στην προστασία των μικρών από τους μεγάλους. Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι οι μικροί δεν αποτελούν εστία απειλής για τους μεγάλους ούτε και για τη διεθνή ειρήνη και σταθερότητα. Μπορεί στην ιστορία να υπήρξαν περιπτώσεις πολιτικής και ιστορικής μωρίας από μέρους ηγετών μικρών κρατών, όμως αυτές είναι εξαιρέσεις και όποτε αυτές εκδηλώθηκαν το τίμημα το πλήρωσαν οι λαοί τους.

Η Κύπρος είναι ένα μικρό κράτος με μεγάλη όμως ιστορία και συμβολή στον παγκόσμιο πολιτισμό. Στη μακρόχρονη ιστορία της η Κύπρος γνώρισε πολλές εισβολές και κατοχές, με πιο πρόσφατη αυτή του 1974 όταν η Τουρκία κατέλαβε και συνεχίζει να κατέχει το 37% του κυπριακού εδάφους.
Παρά τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελέστηκαν στη διεθνή σκηνή, από τότε μέχρι σήμερα, η ουσία του κυπριακού παραμένει η ίδια, όπως ίδιες είναι και οι βασικές του παράμετροι: Η παράνομη χρήση στρατιωτικής δύναμης ενάντια σε ένα κυρίαρχο κράτος, η βίαιη διαίρεση μίας χώρας ως αποτέλεσμα ξένης επιθετικότητας και κατοχής, η μαζική και συνεχής παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο εποικισμός και η αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα του νησιού και η προσπάθεια προβολής και πολιτικής αναβάθμισης μίας παράνομης αποσχιστικής οντότητας στα κατεχόμενα, από την Τουρκία, εδάφη.

Τόσο η γενεσιουργός αιτία, όσο και ο παράγοντας που - κατά παράβαση κάθε έννοιας Διεθνούς Δικαίου – ανατρέπει τις όποιες προσπάθειες επίτευξης μίας δίκαιης και ειρηνικής επίλυσης του προβλήματος είναι, ασφαλώς, η Τουρκία και η απροκάλυπτη εμμονή της ότι η Κύπρος είναι, από γεωπολιτική άποψη, ζωτικής σημασίας για τα τουρκικά συμφέροντα.

Αυτή η αναχρονιστική αντίληψη είναι που προσδίδει στην τουρκική πολιτική ένα επιθετικό χαρακτήρα. Υπό το πρόσχημα της εξυπηρέτησης των ζωτικών συμφερόντων της, η Τουρκία, αδιαφορώντας για το Διεθνές Δίκαιο και τα σχετικά με την Κύπρο Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, επιχειρεί διαμέσου της επίλυσης του προβλήματος να δημιουργήσει συνθήκες πλήρους ελέγχου της Κύπρου. Αντί της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ των ηγετών των δύο Κοινοτήτων, η Τουρκία επιχειρεί την επιβολή λύσης δύο κρατών.

Παρά το ότι μία τέτοια πολιτική δεν εξυπηρετεί τα καλώς νοούμενα συμφέροντα ούτε των Ελληνοκυπρίων ούτε των Τουρκοκυπρίων, δυστυχώς η Τουρκοκυπριακή ηγεσία την υιοθετεί, επιδιώκοντας την πολιτική αναβάθμιση και αναγνώριση του κατοχικού χωριστικού καθεστώτος, που παράνομα ανακήρυξε στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο.

Στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, επιχειρήθηκε η επιβολή στους Ελληνοκυπρίους λύσης, η οποία δεν προήλθε από συμφωνία των εμπλεκομένων μερών αλλά ήταν προϊόν άσκησης επιδιαιτησίας. Σ΄ αυτή τη μονομερή ενέργεια, που παραγνώριζε τη βούληση του λαού, επιχειρήθηκε να προσδοθεί ηθική και νομική υπόσταση διαμέσου υιοθέτησης Ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η Ρωσία, τηρώντας στάση αρχής, εμμένοντας στην ορθή θέση ότι η λύση πρέπει να προέλθει μέσα από διαπραγματεύσεις και να είναι συμφωνημένη, απέτρεψε μία τέτοια αρνητική εξέλιξη. Με τη στάση της η Ρωσική Κυβέρνηση απέτρεψε τη διολίσθηση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών σε διαδικασίες και αποφάσεις που συγκρούονται με τον Καταστατικό του Χάρτη αλλά και προηγούμενες αποφάσεις του. Η άσκηση διαιτητικής εξουσίας εξέφραζε το συσχετισμό των γεωπολιτικών δυνάμεων που εμπλέκονται στο Κυπριακό πρόβλημα, αλλά σαφέστατα ήταν εκτός των πλαισίων και των αρχών του Διεθνούς Δικαίου.

Κάποιοι επιχειρούν κατά καιρούς να μας πείσουν ότι επείγονται, τάχατες, περισσότερο από τους Κύπριους για τη λύση του Κυπριακού. Η αλήθεια είναι ότι κανένας δεν επείγεται περισσότερο από εμάς για τη λύση. Γιατί είναι τη δική μας γη που κατέχουν τα στρατεύματα της Τουρκίας.
Είναι στη δική μας πατρίδα που η Τουρκία εγκαθιστά εκατοντάδες χιλιάδες εποίκους με στόχο την αλλοίωση του δημογραφικού της χαρακτήρα. Βιαζόμαστε για λύση αλλά όχι για οποιαδήποτε λύση. Για κάποιους ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου, των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, είναι άνευ σημασίας, μπροστά στο στόχο τους που είναι η ικανοποίηση των επιδιώξεων της Τουρκίας με την οποία διατηρούν γεωστρατηγικά συμφέροντα και συμμαχίες. Για μας όμως η λύση πρέπει να ικανοποιεί όλες τις αρχές που προανέφερα. Πρέπει η λύση να λαμβάνει υπόψη την αιτία που προκάλεσε το πρόβλημα και να τη θεραπεύει, να ανατρέπει τα δεδομένα που δημιούργησε η τουρκική εισβολή και όχι με κυνισμό να στηρίζεται σ΄ αυτά, ωσάν να αποτελούν μία φυσιολογική πραγματικότητα. Πρέπει η λύση να είναι λειτουργική και βιώσιμη και να οδηγεί στην επανένωση της Κύπρου και όχι να νομιμοποιεί τη διχοτόμησή της.

Αυτό είναι το όραμά μας για την Κύπρο. Κι αυτό το όραμα, μπορεί να μην εξυπηρετεί τα γεωστρατηγικά συμφέροντα τρίτων χωρών, αλλά εξυπηρετεί τα κοινά συμφέροντα όλων των Κυπρίων: Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Υπεστήριξα πριν, ότι η ειρήνη και η σταθερότητα εξυπηρετούνται όταν οι επιδιωκόμενες λύσεις στηρίζονται στο Διεθνές Δίκαιο. Όταν οι λύσεις είναι προϊόν έκφρασης της ελεύθερης βούλησης του λαού. Γι΄ αυτό, κάθε εγχείρημα για επαναφορά διαδικασιών, όπως η άσκηση επιδιαιτησίας, που εκφεύγουν του Διεθνούς Δικαίου, στις σημερινές προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού στη βάση της Συμφωνίας της 8ης Ιουλίου 2006, θα μας βρίσκει αντίθετους.

Η συναντίληψη για τα διεθνή προβλήματα, που διαχρονικά υπάρχει, ανάμεσα στη Ρωσία και την Κύπρο, οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή εδράζεται στην κοινή προσήλωση στο Διεθνές Δίκαιο. Η συνεργασία και πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες δεν έχουν πρόσκαιρο χαρακτήρα. Αντίθετα, υπάρχει βάθος και συνέπεια σ΄ αυτές τις σχέσεις, γιατί ακριβώς δεν πηγάζουν από πρόσκαιρα διμερή συμφέροντα αλλά από κοινές αντιλήψεις και προσεγγίσεις όσον αφορά τον τρόπο άσκησης της διεθνούς πολιτικής. Η παραδοσιακή στήριξη από τη Ρωσία του αγώνα του Κυπριακού λαού για επανένωση της Κύπρου, δεν είναι απλά έκφραση φιλίας και αλληλεγγύης. Είναι πολιτική στήριξης των αρχών και αξιών του Διεθνούς Δικαίου.

Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επηρέασε αυτές τις σχέσεις. Τους προσέδωσε άλλες διαστάσεις και νέα πεδία επέκτασης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν οικοδομήθηκε μόνο πάνω στη βάση κοινών οικονομικών συμφερόντων. Σημαντικό κίνητρο, ήταν το κοινό όραμα για την εδραίωση της Ειρήνης, της Σταθερότητας και της Ασφάλειας στη Γηραιά Ήπειρο.

Κατά το μισό αιώνα ζωής και εξέλιξής της, η Ευρωπαϊκή Ένωση γνώρισε πολλές διακυμάνσεις, κρίσεις, αμφιταλαντεύσεις. Παρόλα αυτά, όχι μόνο επιβίωσε αλλά ωρίμασε, διευρύνθηκε και εμβάθυνε τους θεσμούς και το εύρος κάλυψης των πολιτικών και μέσων δράσης της. Η ενότητα της Ευρώπης βασίζεται σε κοινές αξίες: την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου, το Σεβασμό των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την Ισότητα και το Διεθνές Δίκαιο.

Η αναζήτηση ισορροπιών εμπλούτισε τις αρχές και τον πολιτικό πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ύπαρξη και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέδειξε, ότι οι λαοί της Ευρώπης μπορούν να ξεπεράσουν το ιστορικό συγκρουσιακό παρελθόν τους και μέσα από ενοποιητικές διαδικασίες να οικοδομήσουν την ειρήνη πάνω στη συνεργασία, τον αλληλοσεβασμό και την ανεκτικότητα.
Η ισορροπία, όπως ανέφερα και πριν, μπορεί να επιτευχθεί, πρόσκαιρα, ακόμα και στη βάση του τρόμου. Η «αειφόρος» ισορροπία, όμως, και η δημιουργία συνθηκών ασφάλειας μακράς διάρκειας, μπορεί μόνο να επιτευχθεί αν βασίζεται στις αρχές που κατοχυρώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Έκφραση αυτής της κατοχύρωσης, στις διεθνείς σχέσεις, αποτελεί μόνο το Διεθνές Δίκαιο με κεντρικό θεματοφύλακά του τα Ηνωμένα Έθνη.

Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωση, απέρριψαν στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και στη σχέση της Ένωσης με τις άλλες χώρες, τη χρήση στρατιωτικής δύναμης και την επιβολή λύσεων, ως αναχρονιστική μέθοδο. Υιοθέτησαν το διάλογο και τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου ως τη βάση άσκησης διεθνούς πολιτικής για την ειρηνική επίλυση προβλημάτων, μέσω της συνεννόησης και της συμφωνίας των εμπλεκομένων μερών. Αυτή, θα έλεγα, είναι μια σημαντική συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις προσπάθειες της Διεθνούς Κοινότητας για εδραίωση της ειρήνης και της σταθερότητας. Ιστορικοί εχθροί, μέσα από το διάλογο και την ειρηνική επίλυση των προβλημάτων τους, μετατράπηκαν σε εταίρους και προέγραψαν ένα σταθερό για την Ευρώπη μέλλον. Οι γερές βάσεις στις οποίες στηρίχθηκε η Ένωση και οι αρχές του Διεθνούς Δικαίου τις οποίες ασπάζεται, της επέτρεψαν να έχει ένα ιδιαίτερο ρόλο και λόγο στη διεθνή σκηνή.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει την καθιέρωση της παρουσίας της στις διεθνείς εξελίξεις, σε ισότιμη βάση με στρατηγικούς μας εταίρους, όπως η Ρωσία. Υπάρχουν πολλές περιοχές στον κόσμο όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνεργασία και με τη Ρωσία, μπορεί να συμβάλει στη σταθερότητα, προωθώντας την ειρήνη και τη διεθνή νομιμότητα.
Στη Μέση Ανατολή, στο Ιράκ, στα Βαλκάνια, στην αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας αλλά και των αιτιών που την τροφοδοτούν, η διεθνής συνεργασία μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Αρκεί βέβαια η συνεργασία και οι πολιτικές που θα προάγονται να συνάδουν και να εξυπηρετούν το Διεθνές Δίκαιο και να καθιερώνουν τον αλληλοσεβασμό.

Η εντυπωσιακή δυναμική της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τις σημαντικές γεωπολιτικές εξελίξεις σε σημεία-κλειδιά του πλανήτη, προβάλλουν ως νέες προκλήσεις για τη διεθνή στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά συνάμα και ως νέες προοπτικές για την ανάπτυξη συνεργασιών. Ως σημαντικός περιφερειακός παίκτης στον Καύκασο και την Ευρασία και με παραδοσιακή επιρροή, στα Βαλκάνια, στα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, στη Μέση Ανατολή αλλά και σε άλλες περιοχές, η Ρωσία επανακτά τη θέση της στο διεθνές προσκήνιο. Η αναμενόμενη υπογραφή διευρυμένης Συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης-Ρωσίας, αποτελεί ενισχυτικό στοιχείο για τη συλλογική διαχείριση των μεγάλων προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα τον 21ο αιώνα.

Η ανάπτυξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση της αυτονομίας της στην εξωτερική πολιτική, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση και εμβάθυνσή της, αποτελούν εξισορροπητικά συστατικά έναντι των κινδύνων που περιέχει η διατάραξη της διεθνούς ισορροπίας δυνάμεων. Η υγιής ισορροπία δυνάμεων στη διεθνή σκηνή, είναι μία αποτελεσματική απάντηση στον κίνδυνο επικράτησης της μονομερούς δράσης και της επιβολής απαράδεκτων λύσεων σε διεθνή προβλήματα.
Ευρωπαϊκή Ένωση και Ρωσία μπορούν – και πρέπει – να συμβάλουν ώστε να επανατεθεί η διεθνής πολιτική ηθική στη σωστή της βάση. Μπορούν σε μία διευρυμένη διεθνή συνεργασία που θα διαλαμβάνει τους διατλαντικούς εταίρους, την Κίνα και άλλες Δυνάμεις, να στηρίξουν και να ενισχύσουν ενεργά τους διεθνείς θεσμούς και να επαναβεβαιώσουν την αξία του Διεθνούς Δικαίου, αποφεύγοντας μονομερείς προσεγγίσεις και επιστρέφοντας στην πολυμερή δράση και στο ορθό πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την επίλυση διεθνών προβλημάτων, όπως το Κυπριακό, το Μεσανατολικό, Ιράκ ή Κοσσυφοπέδιο.

Η ανάπτυξη και η παρουσία στη διεθνή σκηνή πολλών δυνάμεων, οδηγεί, συνήθως, σ΄ ένα διεθνή ανταγωνισμό στην άσκηση πολιτικής επιρροής ή εξασφάλισης πολιτικών πλεονεκτημάτων. Η πρόσφατη ιστορική εμπειρία, αποδεικνύει ότι σ΄ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ο πολιτικο-στρατιωτικός ανταγωνισμός δεν οδηγεί στη σταθερότητα. Ο ανταγωνισμός συχνά θέτει σε κίνδυνο την κοινή ασφάλεια ενώ οδηγεί την ανθρωπότητα σε σπατάλες ανθρώπινου και οικονομικού δυναμικού σε μη επωφελείς στόχους. Διδασκόμενοι από τα λάθη του παρελθόντος, μπορούμε να οικοδομήσουμε τη διεθνή ειρήνη πάνω στη συνεργασία, στα κοινά συμφέροντα και σ΄ αυτά που ενώνουν τα κράτη και τους λαούς. Δεν χρειάζεται να οικοδομήσουμε μία νέα ιδεολογία διεθνών σχέσεων. Διαθέτουμε όλες τις αρχές που χρειαζόμαστε: το Διεθνές Δίκαιο. Διαθέτουμε τους διεθνείς θεσμούς και μηχανισμούς, αρκεί να τους στηρίξουμε. Διαθέτουμε τις αξίες που χρειαζόμαστε: την Ειρήνη, τον Αλληλοσεβασμό, τη Δημοκρατία, την Ελευθερία, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Αρκεί να τα μετατρέψουμε σε κοινό όραμα και σε συλλογική δράση.

Αυτή είναι η σημερινή πρόκληση για τη Διεθνή Κοινότητα. Αυτό είναι το στοίχημα που καλούμαστε να κερδίσουμε. Αυτή είναι και η προσδοκία όλων των λαών στην οποία καλούμαστε να ανταποκριθούμε. Ας ανταποκριθούμε θετικά, συλλογικά και δημιουργικά, αποδεικνύοντας ότι μάθαμε από την ιστορία των πολέμων πώς να οικοδομήσουμε την ιστορία της ειρήνης.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Μόσχα, 10 Απριλίου 2007




Κάντε κλικ εδώ: Αρχή σελίδας

Καλύτερη Απεικόνιση με MS Internet Explorer 5.5+ και Netscape Navigator 6.2+

© 2006 - 2024 Κυπριακή Δημοκρατία,Υπουργείο Εξωτερικών,
Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ντόχα
Αρχική Σελίδα | Κυβερνητική Πύλη Διαδικτύου | Αποποίηση | Υπέυθυνος Σελίδας