Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Πεκίνο


Κυπριακό Πρόβλημα



ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ


Η σημαντική στρατηγική της θέση, κατέστησε την Κύπρο θύμα ξένων παρεμβάσεων αρκετές φορές στη μακρόχρονη ιστορία της και δια μέσου των αιώνων διάφοροι κατακτητές κατέλαβαν το νησί. Η Κύπρος εποικίστηκε από τις πιο ισχυρές αποικιακές δυνάμεις της Ανατολικής Μεσογείου. Η τελευταία δύναμη που κατέλαβε το νησί ήταν η Βρετανία το 1878, διαδεχόμενη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Κύπριοι, Έλληνες και Τούρκοι, είχαν για αιώνες συνυπάρξει ειρηνικά σε μικτά χωριά, πόλεις και χώρους εργασίας.

Άνκαι οι Ελληνοκύπριοι είχαν πάντοτε εκφράσει το αίτημά τους για εθνική αυτοδιάθεση, η αποικιακή δύναμη αρνήθηκε να το ικανοποιήσει στο διεθνές κλίμα που επικρατούσε πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. H τότε πολιτική της τουρκοκυπριακής ηγεσίας μπορεί να συνοψιστεί ως αντίθετη προς τις εθνικές επιδιώξεις των Ελλήνων. Το πρώτο πολιτικό κόμμα της τουρκοκυπριακής Κοινότητας, το ΚΑΤΑΚ (Κόμμα για την Προστασία της Τουρκικής Μειονότητας), που σχηματίστηκε το 1943, υποστήριζε τη συνέχιση της Βρετανικής αποικιακής διακυβέρνησης. Ο επόμενος χρόνος είδε την ίδρυση του Τουρκικού Εθνικού Κόμματος, το οποίο αντλούσε την ιδεολογική του έμπνευση από την Τουρκική Δημοκρατία.

Αυτό που έγινε γνωστό σαν το Κυπριακό Πρόβλημα εμφανίστηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με τα οποία ξεκίνησε το οικουμενικό αίτημα για αυτοδιάθεση και η συνεπακόλουθη κρίση του αποικιακού συστήματος. Το 1955, όταν όλες οι εκκλήσεις τους για αυτοδιάθεση είχαν παραγνωριστεί, οι Ελληνοκύπριοι προχώρησαν σε ένα μαχητικό αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας από τον αποικιακό ζυγό. Η Βρετανική Κυβέρνηση, ανίκανη να αντιμετωπίσει το εθνικό απελευθερωτικό κίνημα στην Κύπρο, άρχισε να εκμεταλλεύεται τον τουρκικό παράγοντα και να ενθαρρύνει την παρέμβαση της Άγκυρας. Η διακηρυγμένη πολιτική της Τουρκίας προς την Κύπρο, από υποστηρικτική του αποικιακού στάτους κβο που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, άρχισε να κλίνει προς την πολιτική της διχοτόμησης της νήσου στη βάση της εθνικής καταγωγής. Ο καθηγητής Νιχάτ Ερίμ, στον οποίο ο Τούρκος πρωθυπουργός Ατνάν Μεντερές ανάθεσε να διαμορφώσει μια πολιτική για την Κύπρο, ετοίμασε και υπέβαλε τον Νοέμβριο του 1956 υπόμνημα, προτείνοντας τη γεωγραφική διαίρεση του νησιού σε συνδυασμό με τη μετακίνηση πληθυσμών. Αυτή η πρόταση για σαφές εθνικό ξεκαθάρισμα θα κατέληγε στο σχηματισμό δύο χωριστών πολιτικών οντοτήτων, μιας ελληνικής και μιας τουρκικής, καθεμιά από τις οποίες θα προχωρούσε σε πολιτική ένωση με την Ελλάδα και την Τουρκία αντίστοιχα. Τέλος, το υπόμνημα σημείωνε ότι η Τουρκία θα έπρεπε να συμμετέχει στην ασφάλεια του ελληνικού τομέα της νήσου.

Το υπόμνημα του καθηγητή Ερίμ αποτέλεσε τη βάση της πολιτικής της Άγκυρας για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Η τουρκοκυπριακή εθνικιστική ηγεσία έγινε στην πραγματικότητα το όργανο για την εφαρμογή της πολιτικής της Τουρκίας στην Κύπρο. Η αλλαγή πολιτικής του Τουρκικού Εθνικού Κόμματος αντανακλούσε στην υιοθέτηση του νέου ονόματος: «Η Κύπρος είναι Τουρκική». Ακόμα περισσότερο, αξιωματικοί από την Τουρκία βοήθησαν στην ίδρυση μυστικών τουρκοκυπριακών οργανώσεων, της Βολκάν και κατόπιν της ΤΜΤ. Η στρατολόγησή τους γινόταν βασικά από τις τάξεις των παραστρατιωτικών δυνάμεων ασφαλείας, που είχε σχηματίσει η αποικιακή διακυβέρνηση και αποτελείτο αποκλειστικά από Τουρκοκύπριους, για την καταπολέμηση του εθνικού απελευθερωτικού κινήματος στην Κύπρο. Με στόχο την πλήρη επιρροή ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους, η ΤΜΤ διεξήγαγε μια εκστρατεία δολοφονικής τρομοκρατίας ενάντια στους ομοεθνείς τους στα εργατικά συνδικάτα και στους κυριότερους θεσμούς όπου μέλη και των δύο κοινοτήτων συνεργάζονταν για την επίτευξη κοινών κοινωνικών και πολιτικών σκοπών. Συνεπώς, η ΤΜΤ επεδίωκε τη σύγκρουση με τους Ελληνοκυπρίους ως στρατηγική για διχοτόμηση.

Το 1958, μετά το ξέσπασμα διακοινοτικών συγκρούσεων και την πρόταση ενός διχοτομικού σχεδίου από τη Βρετανική κυβέρνηση, το εθνικό απελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου, υπό την ηγεσία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αποδέχτηκε μια λύση περιορισμένης ανεξαρτησίας, οι συνισταμένες της οποίας είχαν τύχει επεξεργασίας στη Ζυρίχη από τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας.

Το σύνταγμα συγκεκριμένα, κατάτασσε τους πολίτες σε Έλληνες και Τούρκους. Τα αιρετά αξιώματα καταλαμβάνονταν με χωριστές εκλογές. Σε κάθε πόλη ιδρύονταν χωριστοί δήμοι και θα γίνονταν χωριστές εκλογές για την πλήρωση όλων των αιρετών θέσεων του δημοσίου. Θέσεις διορισμού και προαγωγής, όπως στη δημόσια υπηρεσία και την αστυνομία, μοιράζονταν ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους με αναλογία 70-30. Στο στρατό, η αναλογία αυτή γινόταν 60-40. Ο Πρόεδρος ήταν εξ ορισμού Έλληνας και ο Αντιπρόεδρος Τούρκος, με τον καθένα να εκλέγεται από την αντίστοιχη κοινότητα. Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα απολάμβανε επίσης του δικαιώματος της αρνησικυρίας τόσο στο εκτελεστικό όσο και στο νομοθετικό τμήμα της διακυβέρνησης. Ο Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος μπορούσε να εμποδίσει τις αποφάσεις του Προέδρου, ενώ στη Βουλή των Αντιπροσώπων οι δημοσιονομικοί, δημοτικοί και εκλογικοί νόμοι απαιτούσαν χωριστές πλειοψηφίες.

Η Τουρκοκυπριακή ηγεσία χρησιμοποίησε πλήρως τα συνταγματικά της προνόμια για να παρεμποδίσει τις αποφάσεις της κυβέρνησης, καθιστώντας έτσι τη διακυβέρνηση της νεαρής δημοκρατίας δύσκολη και ανεπαρκή. Τα απώτερά της κίνητρα αποκαλύφθηκαν σε δύο άκρως απόρρητα έγγραφα, που βρέθηκαν τον Δεκέμβρη του 1963 στο γραφείο του Νιαζί Πλουμέρ, ενός από τους τρεις Τούρκους υπουργούς της κυβέρνησης. Τα έγγραφα αυτά, τα οποία κάλυπταν την περίοδο μεταξύ του Οκτωβρίου 1959 και του Οκτωβρίου 1963, εξηγούσαν σε μεγάλη λεπτομέρεια την πολιτική της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, μια πολιτική σύμφωνα με την οποία οι συμφωνίες του 1959 ήταν ένα ενδιάμεσο στάδιο προς τη διχοτόμηση. (Αντίγραφα και των δύο εγγράφων παρατίθενται ως παραρτήματα 8 και 9 στο υπόμνημα που υπέβαλε ο Υπουργός Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 27 Φεβρουαρίου 1987).

Το 1963, μετά που οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές στη Βουλή των Αντιπροσώπων είχαν απορρίψει τον προϋπολογισμό, ο Πρόεδρος Μακάριος απεφάσισε να υποβάλει στον Τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο προς μελέτη προτάσεις για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Παρά το γεγονός ότι αυτές οι προτάσεις αποσκοπούσαν στην εξάλειψη ορισμένων αιτίων προστριβής μεταξύ των δύο κοινοτήτων, καθώς και των εμποδίων στην ομαλή λειτουργία και ανάπτυξη του κράτους, η κυβέρνηση της Άγκυρας απέρριψε εκ προοιμίου τις μεταρρυθμίσεις, ακόμα και πριν τις μελετήσουν οι Τουρκοκύπριοι. Η Τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν άργησε να ακολουθήσει. Τον Δεκέμβριο του 1963 η ένταση επιδεινώθηκε όταν αστυνομικά οχήματα που χρησιμοποιούσαν Τουρκοκύπριοι αστυνομικοί, για τους οποίους υπήρχε υποψία ότι εμπλέκονταν στη διακίνηση όπλων, αρνήθηκαν να υποβληθούν σε κυβερνητικό έλεγχο.

Τον Δεκέμβριο του 1963 ξέσπασαν συγκρούσεις στην Κύπρο. Αμέσως η Τουρκοκυπριακή ηγεσία ζήτησε ανοικτά τη διχοτόμηση. Οι Τούρκοι αστυνομικοί και δημόσιοι υπάλληλοι απεσύρθησαν μαζικά από τις θέσεις τους και η Άγκυρα απείλησε να εισβάλει. Αντιμέτωπη με μια μεγάλη απειλή για την ύπαρξη της Δημοκρατίας, η κυβέρνηση προσπάθησε να περιορίσει την εξέγερση, αλλά δεν υπήρχαν και πολλά που μπορούσε να κάνει για να εμποδίσει ένοπλους πολίτες κι από τις δύο πλευρές από του να πάρουν μέρος στις συγκρούσεις. Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτοί οι άτακτοι ένοπλοι δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ανάμεσα σε μάχιμους και αμάχους είχαν ως αποτέλεσμα τη διάσπαση και την απώλεια αθώων ζωών κι από τις δύο κοινότητες.

Αυτά τα τραγικά αλλά μεμονωμένα επεισόδια χρησιμοποιήθηκαν από τους εθνικιστές τουρκοκύπριους ηγέτες στην προπαγάνδα τους ότι οι δύο κοινότητες δεν μπορούσαν να ζήσουν μαζί, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία αυτή έφερε βαρειά ευθύνη για την πολιτική κατάσταση. Μεγάλος αριθμός Τουρκοκυπρίων αποτραβήκτηκαν σε θύλακες, εν μέρει σαν αποτέλεσμα των εχθροπραξιών που έλαβαν χώρα, αλλά λόγω κυρίως της προσπάθειας της εθνικιστικής ηγεσίας τους να επιβάλουν την ντε φάκτο διχοτόμηση στο νησί. Ενεργώντας με αυτό τον τρόπο, η εθνικιστική τουρκοκυπριακή ηγεσία στράφηκε εναντίον μελών της ίδιας της κοινότητάς της, που υποστήριζαν τη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Ακόμα και πριν από την κρίση των Χριστουγέννων του 1963, τον Απρίλη του 1962, οι δύο εκδότες της εφημερίδας «Τζουμχουριέτ» που διακήρυττε τη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων, δολοφονήθηκαν με σφαίρες σε συνθήκες που δακτυλόδειχναν την ΤΜΤ. Τον Απρίλη του 1965 ένας άλλος επιφανής Τουρκοκύπριος, υπεύθυνος του τουρκικού τμήματος των δικοινοτικών συντεχνιών, έπεσε θύμα ενέδρας και δολοφονήθηκε από την ΤΜΤ. Η πολιτική αυτή του δολοφονικού εκφοβισμού κατά των οπαδών της διακοινοτικής συνεργασίας συνεχίστηκε όλα τα χρόνια της ανεξαρτησίας.

Ο τρόπος που δημιουργήθηκαν οι θύλακες δεν ακολουθούσε απαραιτήτως την κατανομή του τουρκικού πληθυσμού. Οι Τούρκοι προσπάθησαν με κάποια επιτυχία να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις, όπως ο θύλακας των Κοκκίνων στη βόρεια ακτή, μέσω του οποίου θα μπορούσε να μεταφερθεί βαρύ στρατιωτικό υλικό και προσωπικό στο νησί από την Τουρκία, καθώς και το μεσαιωνικό κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα, που δεσπόζει του δρόμου ο οποίος συνδέει την πρωτεύουσα με την παραλιακή πόλη της Κερύνειας. Ο μεγαλύτερος θύλακας στήθηκε από το Τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, το οποίο, παραβιάζοντας ανοικτά τη Συνθήκη Συμμαχίας, εγκατέλειψε το στρατόπεδό του και εγκαταστάθηκε βόρεια της πρωτεύουσας, αποκόπτοντας έτσι το δρόμο μεταξύ Λευκωσίας και Κερύνειας. Για την Τουρκία, οι θύλακες αυτοί δεν ήταν παρά προγεφυρώματα για διευκόλυνση της σχεδιαζόμενης εισβολής. Μάλιστα, όταν τον Αύγουστο του 1964 η κυβέρνηση προσπάθησε να ελέγξει το προγεφύρωμα των Κοκκίνων, η Τουρκική αεροπορία βομβάρδισε την Εθνική Φρουρά και τα πέριξ ελληνικά χωριά με βόμβες ναπάλμ και απείλησε να εισβάλει.

Ο άλλος κύριος στόχος που εξυπηρετούσαν οι θύλακες ήταν ο πολιτικός και φυσικός διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων. Παρά τους ισχυρισμούς της τουρκοκυπριακής ηγεσίας ότι ενδιαφερόταν για την κοινότητά της, η πολιτική του βίαιου διαχωρισμού δημιούργησε πολύ σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές δυσχέρειες για τις μάζες των Τουρκοκυπρίων. Αυτό το είχε επισημάνει στην έκθεσή του ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών: «Πράγματι, εφόσον η τουρκοκυπριακή ηγεσία έχει δεσμευτεί για το φυσικό και γεωγραφικό διαχωρισμό των κοινοτήτων ως πολιτικό στόχο, δεν φαίνεται πιθανόν ότι θα ενθαρρύνει τους Τουρκοκύπριους σε δραστηριότητες, οι οποίες μπορεί να ερμηνευθούν ότι αναδεικνύουν τα πλεονεκτήματα μιας υπαλλακτικής πολιτικής. Το αποτέλεσμα είναι μια προφανώς σκόπιμη πολιτική αυτοαπομόνωσης των Τουρκοκυπρίων (S/6426, Έκθεση 10.6.1965, σ.271)».

Στις εκκλήσεις για ειρήνη και συμφιλίωση με τους Ελλληνοκύπριους επιβλήθηκε σιωπή. Ακόμα και το 1973, ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Εϊτσάν Μπερμπέρογλου, ο οποίος είχε αποφασίσει να θέσει ανθυποψηφιότητα απέναντι στο Ραούφ Ντενκτάς για τις εκλογές, αναγκάστηκε να αποσυρθεί μετά από πιέσεις του Τούρκου πρέσβη και της ΤΜΤ.

Η Τουρκία βρήκε την αφορμή να επιβάλει τα διχοτομικά της σχέδια εναντίον της Κύπρου, μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης του Προέδρου Μακαρίου, που διενήργησε η στρατιωτική χούντα των Αθηνών. Στις 20 Ιουλίου, ισχυριζόμενη ότι ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις πραγματοποίησαν μια πλήρης κλίμακας εισβολή εναντίον της Κύπρου. Άνκαι η εισβολή παραβίαζε κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητας, περιλαμβανομένου του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, η Τουρκία προχώρησε να καταλάβει το βόρειο τμήμα της νήσου και να εκδιώξει τους Έλληνες κατοίκους του. Μέχρι το τέλος του επόμενου χρόνου, η πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων που ζούσαν σε περιοχές ελεγχόμενες από την Δημοκρατία είχαν επίσης μετακινηθεί στο μέρος της Κύπρου που έλεγχε ο τουρκικός στρατός. Με αυτό τον τρόπο εφαρμόστηκε η πολιτική που είχε υιοθετήσει η Άγκυρα είκοσι χρόνια προηγουμένως για διχοτόμηση και βίαιη εκδίωξη πληθυσμών. Το ανθρώπινο κόστος ήταν τεράστιο. Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι σκοτώθηκαν, σαν αποτέλεσμα της δράσης του τουρκικού στρατού εισβολής. Επιπρόσθετα, είναι άγνωστο τι έχει συμβεί σε περίπου 1500 πρόσωπα, τα οποία αγνοούνται μέχρι σήμερα. Από τις υποθέσεις αυτές, 1493 έχουν υποβληθεί για διερεύνηση στην Επιτροπή Αγνοουμένων, η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Πέραν του 36% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αντιπροσωπεύει το 70% του οικονομικού δυναμικού, έχει περιέλθει υπό την κατοχή του τουρκικού στρατού. Το ένα τρίτο των Ελληνοκυπρίων έγιναν πρόσφυγες στην ίδιά τους τη χώρα και μέχρι σήμερα εμποδίζονται από τις τουρκικές κατοχικές αρχές να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Σε μια προσπάθεια να αλλοιώσει τη δημογραφική δομή της Κύπρου, η Άγκυρα έχει φέρει στο νησί περισσότερους από 160,000 εποίκους από την Τουρκική Ανατολία. Με τη μαζική μετανάστευση Τουρκοκυπρίων από τις κατεχόμενες περιοχές, ο ολικός αριθμός των Τούρκων στρατιωτών και εποίκων είναι τώρα μεγαλύτερος από τους εναπομείναντες Τουρκοκύπριους.

Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν με πολλά ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας απαιτήσει σεβασμό για την ανεξαρτησία, ενότητα και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από το νησί. Όλα αυτά τα ψηφίσματα έχουν αγνοηθεί πεισματικά από την Τουρκία και την Τουρκοκυπριακή ηγεσία. Η βάση για λύση του Κυπριακού Προβλήματος έχει τεθεί σε δύο Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Και οι δύο συμφωνίες (μεταξύ του Προέδρου Μακαρίου και του Τουρκοκύπριου ηγέτη κ. Ντενκτάς τον Φεβρουάριο 1977 και μεταξύ του Προέδρου Κυπριανού και του κ. Ντενκτάς τον Μάιο 1979) έγιναν υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και προέβλεπαν λύση στο πρόβλημα σύμφωνα με τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.

Η πιο τρανή απόδειξη για την απροθυμία της Τουρκικής πλευράς να εργαστεί για λύση σύμφωνα με την πολιτική των Ηνωμένων Εθνών, δόθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1983 όταν, με σκοπό να εδραιώσει τον έλεγχό της στην κατεχόμενη περιοχή, η τουρκοκυπριακή ηγεσία ανακήρυξε μονομερώς την περιοχή αυτή σε ανεξάρτητο κράτος, με την ονομασία «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Παρά το γεγονός ότι τα Ηνωμένα Έθνη έχουν καταδικάσει την ενέργεια αυτή και καμιά άλλη χώρα εκτός από την Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει αυτή την παράνομη αποσχιστική οντότητα, η κατάσταση συνεχίζεται.

Αν και έχουν λάβει χώρα πολλοί γύροι συνομιλιών από το 1977 υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, δεν έχουν φέρει κανένα αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η τουρκική πλευρά αρνείται να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Τον Ιανουάριο του 1989, η Κυπριακή κυβέρνηση υπέβαλε «Περίγραμμα Προτάσεων για την Εγκαθίδρυση μιας Ομόσπονδης Δημοκρατίας και τη Λύση του Κυπριακού Προβλήματος», που ήταν σύμφωνο με τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και τις δύο Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Μια άλλη έκφραση της κυβερνητικής προθυμίας να εργασθεί προς την κατεύθυνση μιας δίκαιης λύσης του ζητήματος ήταν οι προτάσεις του Προέδρου Κληρίδη στις 17 Δεκεμβρίου 1993, σύμφωνα με τις οποίες η Δημοκρατία ήταν διατεθειμένη να διαλύσει την Εθνική Φρουρά και να παραδώσει τον οπλισμό της στη φύλαξη της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο.

Η Τουρκική πλευρά συνεχίζει να αγνοεί τη διεθνή κοινή γνώμη για την Κύπρο και επιμένει να ακολουθεί πολιτική νομιμοποίησης του στάτους κβο, που έχει επιβάλει δια της στρατιωτικής ισχύος και το οποίο η διεθνής κοινότητα θεωρεί απαράδεκτο. Ενεργώντας με αυτό τον τρόπο, η Τουρκική πλευρά συνεχίζει να παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των Κυπρίων κι έτσι βρίσκεται αντίθετη με την κρίση και τη γνώμη των πιο έγκυρων διεθνών θεσμών. Μια σημαντική υπόθεση, Λοϊζίδου νς Τουρκίας, έχει εκδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε δύο διαδοχικές αποφάσεις του, το Δικαστήριο βρήκε την Τουρκία ένοχη ότι αρνείται να επιτρέψει στην κα Λοϊζίδου την ελεύθερη πρόσβαση στο σπίτι της στην Κερύνεια και την διέταξε να καταβάλει αποζημιώσεις. Το ίδιο Δικαστήριο, με απόφασή του στις 10 Μαΐου 2001 στην Τέταρτη Διακρατική προσφυγή της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας, βρήκε την Τουρκία ένοχη για μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.


ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΕΞΕΥΡΕΣΗ ΜΙΑΣ ΔΙΚΑΙΗΣ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ


Η λύση στο Κυπριακό πρόβλημα πρέπει να είναι δημοκρατική, δίκαιη, λειτουργική και βιώσιμη. Πρέπει επίσης να είναι συμβατή με τους νόμους και τις αρχές της ΕΕ, τη Συνθήκη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Η Κύπρος πρέπει να παραμείνει ανεξάρτητο, ενιαίο κράτος με μια κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα. Επίσης η λύση δεν θα πρέπει να αναγνωρίζει επεμβατικά δικαιώματα σε οποιαδήποτε χώρα. Η Κύπρος δεν θα πρέπει να είναι όμηρος της Τουρκίας ή άλλων ξένων συμφερόντων.

Στη διάρκεια του 2005 πραγματοποιήθηκαν διάφορες επαφές και συναντήσεις διερευνητικού χαρακτήρα με αξιωματούχους των ΗΕ. Το αποκορύφωμα των προσπαθειών αυτών ήταν η συνάντηση στη Λευκωσία του Προέδρου Παπαδόπουλου με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Mehmet Ali Talat στις 8 Ιουλίου 2006 στην παρουσία του Βοηθού Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για πολιτικές υποθέσεις Ibrahim Gambari. Κατά τη συνάντηση συμφωνήθηκε Δέσμη Αρχών με βάση την οποία να προετοιμαστεί το έδαφος για νέες συνομιλίες. Οι δύο ηγέτες δεσμεύτηκαν μεταξύ άλλων να εργαστούν για την επανένωση της Κύπρου στη βάση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας και πολιτικής ισότητας όπως αυτή περιγράφεται στα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ. Συμφώνησαν επίσης την άμεση έναρξη συζήτησης θεμάτων που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή του λαού.

Ωστόσο, οι συνεχείς προσπάθειες της τουρκικής πλευράς για πολιτική αναβάθμιση του ψευδοκράτους, η εμμονή στο μύθο της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων, καθώς και οι αδιάλλακτες δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, δεν συνέβαλαν στις προσπάθειες υλοποίησης της Συμφωνίας της 8ης Ιουλίου, ούτε στην υλοποίηση της επιδίωξης μιας κοινώς αποδεκτής δίκαιης και λειτουργικής λύσης.

Με σκοπό την προώθηση της διαδικασίας, ο Βοηθός Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ για πολιτικές υποθέσεις Ibrahim Gambari υπέβαλε στους ηγέτες των δύο κοινοτήτων στις 15 Νοεμβρίου 2006, προτάσεις για την εφαρμογή της Συμφωνίας της 8ης Ιουλίου. Ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος εξέφρασε την ετοιμότητα του να συμβάλει εποικοδομητικά στη διαδικασία. Οι προτάσεις του κ. Gambari προέβλεπαν την άμεση έναρξη της διαδικασίας με ταυτόχρονες δικοινοτικές συνομιλίες σε θέματα καθημερινότητας και πάνω σε θέματα ουσίας καθώς και, ανάλογα με την πρόοδο, έναρξη συνολικών διαπραγματεύσεων. Προέβλεπε επίσης ότι όλα τα θέματα που θα παρουσιάζει η κάθε πλευρά θα αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης και ότι η διαδικασία εξαρτάται από τις δύο κοινότητες.

Παρουσιάστηκαν δυσκολίες κατά την προπαρασκευαστική περίοδο και η διαδικασία δεν προχώρησε αφού η τουρκοκυπριακή πλευρά αμφισβητούσε βασικά στοιχεία της Συμφωνίας της 8ης Ιουλίου. Προσπάθειες τόσο από την Κυπριακή Κυβέρνηση όσο και από τα Ηνωμένα Έθνη να ξεπεραστούν οι δυσκολίες επέβησαν άκαρπες. Σε μια νέα προσπάθεια να τεθεί η διαδικασία σε λειτουργία ώστε να καταστεί δυνατή η επανέναρξη των απευθείας διαπραγματεύσεων, ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας, αμέσως μετά την εκλογή του στο αξίωμα το Φεβρουάριο 2008, επεδίωξε να συναντηθεί με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη. Κατά τη συνάντηση τους στις 21 Μαρτίου 2008, αποφασίστηκε να προχωρήσει η σύσταση ομάδων εργασίας και τεχνικών επιτροπών και να καταρτιστεί κατάλογος των θεμάτων προς εξέταση. Αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί νέα συνάντηση σε τρεις μήνες για να αξιολογηθεί η πρόοδος με στόχο να καταστεί δυνατή η έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων, υπό την αιγίδα του Γ.Γ. του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα αποφασίστηκε η διάνοιξη της οδού Λήδρας.

Σε δήλωση του στις 17 Απριλίου 2008, ο Πρόεδρος του Σ.Α. του ΟΗΕ χαιρέτησε τις εξελίξεις. Εξέφρασε επίσης την ελπίδα ότι θα υπάρξουν αποτελέσματα ώστε να προετοιμαστεί το έδαφος για συνομιλίες υπό την αιγίδα του Γ.Γ. του ΟΗΕ. Ο Πρόεδρος του Σ.Α. επαναβεβαίωσε επίσης, τη δέσμευση του Σ.Α. για την επανένωση της Κύπρου στη βάση της δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας και της πολιτικής ισότητας όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Σ.Α. Η δήλωση χαιρέτησε επίσης την ετοιμότητα του Γ.Γ. να υποβοηθήσει το έργο των πλευρών στην Κύπρο καθώς και την πρόθεση του να διορίσει, με την ολοκλήρωση της προπαρασκευαστικής περιόδου και ανάλογα με την πρόοδο, ειδικό σύμβουλο για διευκόλυνση των διεργασιών για συνολική διευθέτηση.

Η δίοδος στην οδό Λήδρας άνοιξε στις 3 Απριλίου, 2008 ενώ στις 18 Απριλίου άρχισαν να λειτουργούν έξι ομάδες εργασίας και επτά τεχνικές επιτροπές. Ελλείψει προόδου που να δικαιολογεί την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, με πρωτοβουλία του Προέδρου Χριστόφια οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν ξανά στις 23 Μαΐου, 2008, στην παρουσία του Ειδικού Αντιπροσώπου του ΟΗΕ στην Κύπρο Taye-Brook Zerihoun. Κατά τη συνάντηση επαναβεβαιώθηκε η δέσμευση για τη δημιουργία δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με μια κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα, μια υπηκοότητα και με πολιτική ισότητα, όπως αυτή περιγράφεται στα ψηφίσματα του Σ.Α. του ΟΗΕ. Συμφωνήθηκε επίσης να επιδιωχθεί η διάνοιξη και άλλων οδοφραγμάτων. Περαιτέρω, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να εξεταστούν μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.

Σε νέα συνάντηση την 1 Ιουλίου 2008 οι δύο ηγέτες προέβησαν στην πρώτη ανασκόπηση του έργου των ομάδων εργασίας και των τεχνικών επιτροπών. Συζήτησαν επίσης τα θέματα της μιας κυριαρχίας και μιας υπηκοότητας για τα οποία συμφώνησαν, ως θέμα αρχής. Λεπτομέρειες εφαρμογής τους θα συζητηθούν κατά τις απευθείας συνομιλίες. Σε νέα συνάντηση στις 25 Ιουλίου 2008 αποφασίστηκε η έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων στις 3 Σεπτεμβρίου, 2008.

Η Κυπριακή Κυβέρνηση παραμένει πιστή στη δέσμευση της για την εξεύρεση λύσης που να επιτρέπει σε όλους τους Κύπριους να αξιοποιήσουν τα ωφελήματα και τα πλεονεκτήματα από την ένταξη στην ΕΕ. Υποστηρίζει λύση που θα δίνει τη δυνατότητα στην Κύπρο να λειτουργήσει αποτελεσματικά μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα διασφαλίζει σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις βασικές ελευθερίες όλων των Κυπρίων. Που θα διασφαλίζει την ειρήνη, την ευημερία και την ασφάλεια όλων των Κυπρίων.

Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Για πληροφορίες επί των εξελίξεων στις διαπραγματεύσεις, μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών, του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών και της Προεδρίας της Δημοκρατίας.


Παρακαλώ κάντε κλικ εδώ για να εκτυπώσετε το έγγραφο.
Εκτύπωση