ΕκτύπωσηΕκτύπωση Κλείσιμο Κλείσιμο

Κυπριακή Δημοκρατία
Ιστορία


Η ιστορία της Κύπρου, του τρίτου μεγαλύτερου νησιού της Μεσογείου, είναι από τις αρχαιότερες του κόσμου. Τα πρώτα σημάδια της κουλτούρας της χρονολογούνται από την 9η χιλιετία π.Χ. και καλύπτουν 11.000 χρόνια ιστορίας.

Η γεωγραφική θέση της Κύπρου έχει στρατηγική σημασία επειδή βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων (Αφρική, Ασία και Ευρώπη). Μεγάλες δυνάμεις της εποχής, κυρίως της Ανατολικής Μεσογείου είχαν στη σφαίρα επιρροής τους την Κύπρο, κατά περιόδους. Ως αποτέλεσμα, το νησί κατάφερε να αφομοιώσει ποικίλες πολιτισμικές επιρροές οι οποίες βοήθησαν την Κύπρο να αναδειχθεί ως ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που διατηρεί το δικό της μοναδικό χαρακτήρα.

Κατά την αρχαιότητα, η ελληνική γλώσσα και η παράδοση υπήρξαν το κύριο χαρακτηριστικό στην προϊστορική κυπριακή κοινωνία μετά τον εξελληνισμό του νησιού από τους Αχαιούς πριν 3000 χρόνια. Ο πρώτος οικισμός του νησιού χρονολογείται από τη νεολιθική εποχή και τελειώνει με τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Την ίδια περίοδο, η Κύπρος είχε ήδη αφομοιώσει τις διάφορες επιρροές, οι οποίες την οδήγησαν στην εισαγωγή του Χριστιανισμού και την ανάπτυξη των βυζαντινών παραδόσεων στο νησί. Η κατανόηση της Δυτικής ευρωπαϊκής κουλτούρας εισήχθη για πρώτη φορά στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας. Η οικονομία και το εμπόριο επεκτάθηκαν και άνθισαν εξαιτίας της άφιξης εμπόρων από τη Γένοβα, το Αμάλφι, τη Βενετία κλπ.

Η περίοδος την Ενετοκρατίας έφερε πολλές αλλαγές στο νησί. Μια από τις πιο σημαντικές ήταν η δημιουργία ενός αμυντικού συστήματος το οποίο εξυπηρετούσε για την προστασία του νησιού κατά των Οθωμανικών επιθέσεων. Η μαζική κατασκευή προμαχώνων έκανε το νησί ένα από τα σημαντικότερα φρούρια της Μεσογείου. Παρ’ όλες τις αμυντικές κατασκευές το νησί περιήλθε, τελικά υπό οθωμανικό έλεγχο . Το έτος 1570 σηματοδοτεί την αρχή της Οθωμανικής εγκατάστασης στην Κύπρο, η οποία κράτησε 300 χρόνια αλλά και την αποχώρηση πολλών Ευρωπαίων από το νησί.

Η οθωμανική περίοδος στο νησί κύλισε χωρίς να προκληθούν ιδιαίτερες αναταραχές αν και οδήγεισε τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτισμικό μαρασμό. Το σύστημα μιλλέτ, το οποίο συνδέεται με τις μειονότητες οι οποίες ζούσαν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, εισήχθη στην Κύπρο και την Κυπριακή Εκκλησία. Το κύριο πλεονέκτημα αυτού του συστήματος είναι ότι έδωσε στο νησί και στην Κυπριακή Εκκλησία την ευκαιρία να διαχειριστούν τις δικές τους υποθέσεις χωρίς τις παρεμβολές τρίτων. Κατά την ίδια περίοδο, η Κύπρος βρέθηκε κάτω από τη σφαίρα προστασίας της Ρωσίας η οποία αύξησε την επιρροή της ύστερα απλό τη σύναψη της Συνθήκης Κιουτσούκ Kaynardzha 1774.

Στις αρχές του 19ου αι. υπήρξε έντονη άνοδος των εθνικιστικών κινημάτων στην Ευρώπη. Ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία εναντίον του οθωμανικού ζυγού, είχε σημαντικό αντίκτυπο στο νησί και τη μελλοντική του πολιτική εξέλιξη.

Το 1878 στο περιθώριο του Συνεδρίου του Βερολίνου, με συμφωνία της Υψηλής Πύλης και του Ηνωμένου Βασιλείου, η Κύπρος περνά υπό αγγλικό έλεγχο.

Μετά την άφιξη των Βρετανών στο νησί, οι Ελληνοκύπριοι ενέτειναν το αίτημά τους για ένωση με την Ελλάδα.

Η βρετανική διοίκηση χορήγησε στον τοπικό πληθυσμό μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας από ό, τι υπήρχε προηγουμένως με την οθωμανική διοίκηση. Η νέα διοίκηση, υπό μορφή νομοθετικού συμβουλίου, συστάθηκε από χριστιανούς ορθόδοξους, βρετανούς αξιωματούχους και μουσουλμάνους.

Το 1955 «γεννιέται» στην Κύπρο ο αγώνας για την απελευθέρωση και την ένωση με την Ελλάδα με το όνομα ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών).

Το 1960, η Μεγάλη Βρετανία, η Τουρκία και η Ελλάδα συμφώνησαν να συντάξουν σχέδιο που στόχο θα έχει την ανεξαρτησία της Κύπρου. Στο Λονδίνο ολοκληρώθηκαν όλες οι διαβουλεύσεις για την επίτευξη της συμφωνίας οι οποίες θα τερμάτιζαν τη βρετανική κυριαρχία στο νησί.

Η τελική συμφωνία έδωσε στους Τουρκοκύπριους το δικαίωμα να μετέχουν, με το ποσοστό του 30%, στις δημόσιες υπηρεσίες και το δικαίωμα άσκησης βέτο.

Το δοτό σύνταγμα ταξινόμησε τους πολίτες ως Έλληνες και Τούρκους. Ξεχωριστοί δήμοι εγκαθιδρύθηκαν σε κάθε πόλη και διεξήχθησαν ξεχωριστές εκλογές για όλες τις δημόσιες θέσεις. Οι θέσεις που πληρώθηκαν με διορισμό και προαγωγή, όπως η δημόσια διοίκηση και η αστυνομία, έπρεπε να μοιραστούν μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων σε αναλογία 70 με 30.
Ο Πρόεδρος ορίστηκε Έλληνας και ο Αντιπρόεδρος -Πρόεδρος Τούρκικος και ο καθένας έπρεπε να εκλεγεί από την αντίστοιχη κοινότητα.

Το 1963, αφού οι Τούρκοι βουλευτές απέρριψαν τον προϋπολογισμό, ο Ελληνοκύπριος Πρόεδρος Μακάριος αποφάσισε να υποβάλει προς εξέταση στον Τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο προτάσεις για συνταγματική τροποποίηση. Στη συνέχεια, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους αυξήθηκαν περισσότερο οι εντάσεις όταν τα αστυνομικά αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσαν οι Τουρκοκύπριοι αστυνομικοί αρνήθηκαν να υποβληθούν σε κυβερνητικό έλεγχο.

Τον Δεκέμβριο του 1963 ξέσπασαν ένοπλες συγκρούσεις στην Κύπρο. Αμέσως, η τουρκοκυπριακή ηγεσία απηύθυνε ανοιχτά έκκληση για διχοτόμηση, οι Τούρκοι αστυνομικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι αποσύρθηκαν μαζικά και η Τουρκία απειλούσε να εισβάλει.

Η κυβέρνηση προσπάθησε να συγκρατήσει την εξέγερση, αλλά δεν κατάφερε να κάνει τίποτα για να εμποδίσει τους ένοπλους πολίτες και των δύο πλευρών να συμμετάσχουν στις συγκρούσεις.

Αυτά τα τραγικά αλλά απομονωμένα γεγονότα χρησιμοποιήθηκαν από τους Τουρκοκύπριους εθνικιστές ηγέτες στην προπαγάνδα τους υπέρ της διχοτόμησης, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία τους φέρει μεγάλη ευθύνη για την πολιτική κατάσταση.

Πολλοί Τουρκοκύπριοι αποσύρθηκαν σε θύλακες, εν μέρει ως επακόλουθο των εχθροπραξιών που είχαν λάβει χώρα, αλλά κυρίως λόγω των προσπαθειών της εθνικιστικής τους ηγεσίας για την επιβολή ενός de-facto διαχωρισμού της νήσου. Με αυτόν τον τρόπο, η τουρκοκυπριακή εθνικιστική ηγεσία είχε στραφεί εναντίον των μελών της κοινότητάς τους που στάθηκαν για συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Τον Απρίλιο του 1965, ένας εξέχοντας Τουρκοκύπριος, υπεύθυνος για το τουρκικό τμήμα των δικοινοτικών συνδικάτων, έπεσε στο στόχαστρο και δολοφονήθηκε από την ΤΜΤ. Αυτή η πολιτική δολοφονικού εκφοβισμού εναντίον των υποστηρικτών της διακοινοτικής συνεργασίας συνεχίστηκε με τα χρόνια της ανεξαρτησίας.

Οι Τούρκοι προσπάθησαν με κάποια επιτυχία να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις, όπως το θύλακα Κόκκινα στη βόρεια ακτή, μέσω του οποίου μεταφέρθηκαν στρατιωτικό προσωπικό και υλικό στο νησί από την Τουρκία. Ο μεγαλύτερος θύλακας δημιουργήθηκε από το τουρκικό στρατιωτικό σώμα, το οποίο, με ανοιχτή παραβίαση της Συνθήκης Εγγυήσεων, εγκατέλειψε το στρατόπεδό του και εγκαταστάθηκε βόρεια της πρωτεύουσας, κόβοντας έτσι το δρόμο μεταξύ Λευκωσίας και Κερύνειας.
Για την Τουρκία, αυτοί οι θύλακες ήταν κυρίως γεφύρια για τη διευκόλυνση της προγραμματισμένης εισβολής. Τον Αύγουστο 1964 η κυβέρνηση επιχείρησε να συγκρατήσει το προπύργιο Κόκκινα, όμως οι αεροπορικές δυνάμεις της Τουρκίας βομβάρδιζαν την Εθνική Φρουρά και τα γειτονικά ελληνικά χωριά με ναπάλμ και απείλησαν να εισβάλουν.

Η Τουρκία βρήκε το πρόσχημα να επιβάλει τα διαχωριστικά της σχέδια εναντίον της Κύπρου μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 που διαπράχθηκε κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης του Προέδρου Μακαρίου από τη στρατιωτική χούντα των Αθηνών.

Στις 20 Ιουλίου, οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες ισχυρίστηκαν ότι ενεργούσαν βάσει του άρθρου 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων, πραγματοποίησαν εισβολή στην Κύπρο. Αν και η εισβολή παραβίαζε όλους τους κανόνες της διεθνούς νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, η Τουρκία προχώρησε τα σχέδιά της για κατάληψη του βορείου τμήματος του νησιού.

Το ανθρώπινο κόστος ήταν τεράστιο. Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι σκοτώθηκαν ως αποτέλεσμα των πράξεων του τουρκικού στρατού. Επιπλέον, μέχρι σήμερα η τύχη περίπου 1500 ατόμων δεν είναι γνωστή και εξακολουθούν να θεωρούνται αγνοούμενοι.

Πάνω από το 36% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αντιπροσωπεύει το 70% του οικονομικού δυναμικού, εμπίπτει στην κατοχή του τουρκικού στρατού. Το ένα τρίτο των Ελληνοκυπρίων έγιναν πρόσφυγες στη χώρα τους και μέχρι σήμερα δεν επιτρέπεται από τις τουρκικές αρχές κατοχής να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Σε μια προσπάθεια αλλαγής της δημογραφικής δομής της χώρας, η Τουρκία έστειλε στην Κύπρο πάνω από 160.000 έποικους, κυρίως από την ανατολική Τουρκία. Ο συνολικός αριθμός των τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων είναι πλέον μεγαλύτερος από τον αριθμό των Τουρκοκυπρίων.

Τα Ηνωμένα Έθνη ζήτησαν μέσω ψηφισμάτων της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας τον σεβασμό για την ανεξαρτησία, την ενότητα και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους και την απόσυρση ξένων στρατευμάτων από το νησί.

Όλα αυτά τα ψηφίσματα αγνοούνταν συνεχώς από την Τουρκία και την τουρκοκυπριακή ηγεσία. Η βάση για λύση του Κυπριακού προβλήματος έχει τεθεί σε δύο Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Και οι δύο συμφωνίες ολοκληρώθηκαν υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και προέβλεπαν λύση στο πρόβλημα σύμφωνα με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ.

Αν και από το 1977 έχουν διεξαχθεί αρκετοί γύροι συνομιλιών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, κανένας δεν έχει επιφέρει αποτελέσματα, δεδομένου ότι η τουρκική πλευρά αρνείται να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Τον Ιανουάριο του 1989, η Κυπριακή Κυβέρνηση υπέβαλε «Προγραμματισμένες Προτάσεις για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία και τη Λύση του Κυπριακού Προβλήματος», οι οποίες ήταν σύμφωνες με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για την Κύπρο και τις δύο Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Μια άλλη επίδειξη της προθυμίας της κυβέρνησης να εργαστεί για μια δίκαιη λύση του ζητήματος δόθηκε από τις προτάσεις του Προέδρου Κληρίδη της 17ης Δεκεμβρίου 1993, σύμφωνα με τις οποίες η Δημοκρατία ήταν διατεθειμένη να διαλύσει την Εθνική Φρουρά και να παραδώσει όλα τα όπλα της στην επιμέλεια την ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο.

Σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του νησιού αποτέλεσε η προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004.



Σχετικά Αρχεία:
_______________________________________________
© 2017 - 2024 Κυπριακή Δημοκρατία,
Υπουργείο Εξωτερικών
Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Βουκουρέστι