ΕκτύπωσηΕκτύπωση Κλείσιμο Κλείσιμο

Κυπριακή Δημοκρατία
Αγνοούμενοι


Η εξαφάνιση προσώπου αποτελεί πολλαπλή παραβίαση των βασικών και θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι παραβιάσεις αυτές δεν περιορίζονται στα δικαιώματα των αγνοουμένων προσώπων, αλλά επεκτείνονται και στα δικαιώματα των οικογενειών τους. Εκείνοι που διαπράττουν αυτό το έγκλημα δεν είναι ένοχοι μόνο για την εξαφάνιση των αγνοουμένων προσώπων, αλλά και για τη διαιώνιση της δυστυχίας των οικογενειών, με το να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες για την τύχη των αγαπημένων τους. 

Ελληνοκύπριοι και Έλληνες αγνοούμενοι της τούρκικης εισβολής

Σε ανθρώπινους όρους, η πιο οδυνηρή επίπτωση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 είναι το τραγικό ανθρωπιστικό πρόβλημα των αγνοουμένων προσώπων και των οικογενειών τους. Κατά και μετά την τουρκική εισβολή, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι είχαν συλληφθεί και κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κύπρο από τον τουρκικό στρατό και τους Τουρκοκύπριους παραστρατιωτικούς, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες των Τούρκων στρατιωτικών. Επιπρόσθετα, πάνω από 2000 αιχμάλωτοι πολέμου είχαν μεταφερθεί παράνομα στην Τουρκία και κρατηθεί σε τουρκικές φυλακές. Κάποιοι από αυτούς δεν αφέθησαν ελεύθεροι κι εξακολουθούν να αγνοούνται. Εκατοντάδες άλλοι Ελληνοκύπριοι, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες (περιλαμβανομένων ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών) εξαφανίσθησαν σε περιοχές υπό τουρκική κατοχή και είναι σήμερα αγνοούμενοι. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν καλά τεκμηριωμένες μαρτυρίες ότι τα αγνοούμενα πρόσωπα εθεάθησαν για τελευταία φορά ζωντανά στα χέρια του τουρκικού στρατού ή των Τουρκοκυπρίων, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες και την ευθύνη των τουρκικών δυνάμεων κατοχής. 


Ο ρόλος της Επιτροπής Αγνοουμένων (ΔΕΑ)

Η Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ) της Κύπρου, η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, έχει τώρα ως αποστολή της τη διερεύνηση 1468 υποθέσεων Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων αγνοουμένων, καθώς και 502 υποθέσεων Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων. Η ΔΕΑ συστάθηκε το 1981 σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών (Ψήφισμα 3450 (ΧΧΧ) της 9/12/1975, Ψήφισμα 32/128 της 16/12/1977, Ψήφισμα 33/172 της 20/12/1978).

Η ΔΕΑ είναι μια τριμελής διακοινοτική διερευνητική επιτροπή, αποτελούμενη από ένα αντιπρόσωπο της ελληνοκυπριακής κοινότητας, ένα αντιπρόσωπο της τουρκοκυπριακής κοινότητας κι ένα Τρίτο Μέλος, που υποδεικνύεται από τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ) και διορίζεται από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Η ανθρωπιστική αποστολή της Επιτροπής, η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα και με τη συμμετοχή των Ηνωμένων Εθνών, είναι να διερευνήσει και εξακριβώσει την τύχη όλων των αγνοουμένων προσώπων στην Κύπρο.


Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών διόρισε στις 15 Ιουνίου 1998, τον πρέσβη Ζαν – Πιέρ Ρίττερ στη θέση του Τρίτου Μέλους της ΔΕΑ, θέση που κατείχε μέχρι τον θάνατό του τον Ιανουάριο 2000. Τον πρέσβη κ. Ρίττερ διαδέχτηκε ο κ. Πιέρ Γκουμπεράν, ο οποίος υπηρέτησε ενδιάμεσα ως Τρίτο Μέλος μέχρι την αφυπηρέτησή του στις 31 Δεκεμβρίου 2005. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτού το διαστήματος, η ΔΕΑ βρισκόταν σε αδράνεια, λόγω της έλλειψης συνεργασίας εκ μέρους της τουρκοκυπριακής πλευράς (Ψηφίσματα 36/164 της 16/12/1981 και 37/181 της 17/12/1982 της Γενικής Συνέλευσης).


Πρόταση της Διεθνούς Αμνηστίας σχετικά με την Κυπριακή Επιτροπή Αγνοουμένων

Τον Αύγουστο 1966, η Διεθνής Αμνηστία υπέβαλε στα Ηνωμένα Έθνη πρόταση για τη σύσταση μιας αποτελεσματικής επιτροπής έρευνας προς διερεύνηση εξαφανίσεων, αγνοουμένων προσώπων και σκόπιμων και αυθαίρετων δολοφονιών στην Κύπρο. Βασισμένη στο γεγονός ότι η Επιτροπή Αγνοουμένων είχε αποτύχει να εκπληρώσει την αποστολή της για διακρίβωση της τύχης έστω και ενός αγνοουμένου προσώπου, η Διεθνής Αμνηστία εισηγήθηκε όπως ο Γενικός Γραμματέας συστήσει αμέσως την προαναφερθείσα ερευνητική επιτροπή, η οποία στη διερεύνηση των διαφόρων υποθέσεων θα ικανοποιούσε πλήρως τα διεθνή πρότυπα. Επιπρόσθετα, η Διεθνής Αμνηστία εισηγήθηκε όπως τα μέρη που θα συμμετείχαν θα διασφάλιζαν ότι οι υπεύθυνοι γι αυτά τα εγκλήματα θα προσάγονταν ενώπιον της δικαιοσύνης κι ότι τα θύματα ή οι συγγενείς τους θα ελάμβαναν δίκαιη και ικανοποιητική αποζημίωση. 


Η Συμφωνία της 31ης Ιουλίου 1997 μεταξύ του Προέδρου Γλαύκου Κληρίδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς

Την 31η Ιουλίου 1997, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Γλαύκος Κληρίδης και ο τότε ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας κ. Ραούφ Ντενκτάς, κατέληξαν, στην παρουσία του Επικεφαλής της Αποστολής των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο, σε συμφωνία για τους αγνοουμένους.


Οι δύο ηγέτες διακήρυξαν ότι σέβονται το δικαίωμα των συγγενών των αγνοουμένων να πληροφορηθούν για την τύχη των αγαπημένων τους με πειστικό και καθοριστικό τρόπο. Οι δύο ηγέτες αναγνώρισαν περαιτέρω το δικαίωμα εκείνων των οικογενειών των οποίων τα αγνοούμενα μέλη θα αποδεικνύονταν νεκρά, να τους δοθούν (στο μέτρο του δυνατού) τα λείψανα για την πρέπουσα ταφή. Για το λόγο αυτό η συμφωνία προβλέπει την ανταλλαγή πληροφοριών για τις τοποθεσίες όπου μπορεί να βρίσκονται τάφοι Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων, καθώς και για την προετοιμασία των αναγκαίων διευθετήσεων που θα οδηγήσουν στην επιστροφή των λειψάνων αγνοουμένων προσώπων στους συγγενείς τους.


Οι αντιπρόσωποι των δύο πλευρών που διορίστηκαν για την εφαρμογή της συμφωνίας, πραγματοποίησαν δύο συναντήσεις, κατά τις οποίες ανταλλάγησαν προκαταρκτικές πληροφορίες για τοποθεσίες τάφων. Δυστυχώς, κατά τη δεύτερη συνάντηση ο Τουρκοκύπριος αντιπρόσωπος πρόβαλε νέες προϋποθέσεις που δεν προβλέπονταν στη συμφωνία, και συνεπώς η περαιτέρω εφαρμογή της συμφωνίας δεν ήταν δυνατή. Αυτό επισημαίνεται στην Έκθεση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την Επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο για την περίοδο 8 Δεκεμβρίου 1997 μέχρι 8 Ιουνίου 1998, όπου αναφέρεται σαφώς ότι «σαν αποτέλεσμα της θέσης που πήρε η τουρκοκυπριακή πλευρά, δεν επετεύχθη πρόοδος προς την εφαρμογή της συμφωνίας της 31ης Ιουλίου 1997».


Μονομερή Ανθρωπιστικά Μέτρα που πήρε η Κυπριακή Κυβέρνηση

Δεδομένης της έλλειψης προόδου στην εφαρμογή των διαφόρων συμφωνιών για τους αγνοουμένους, η Κυπριακή Κυβέρνηση, στη διακαή επιθυμία της να δει πρόοδο προς την κατεύθυνση λύσης του τραγικού προβλήματος των αγνοουμένων προσώπων στην Κύπρο, και στην προσπάθειά της να δώσει ακόμα και σε πολύ μικρό αριθμό οικογενειών κάποιες συγκεκριμένες απαντήσεις σχετικά με την τύχη των αγαπημένων τους, προχώρησε στη λήψη αριθμού ανθρωπιστικών μέτρων.


Το καλοκαίρι του 1999, έγιναν εκταφές σε δύο κοιμητήρια της Λευκωσίας από τη διεθνή μη κυβερνητική οργάνωση Γιατροί για Ανθρώπινα Δικαιώματα. Σαν αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών, έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα 24 αγνοουμένων προσώπων με τη μέθοδο του DNA. Οι εκταφές έγιναν για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους, ώστε να δοθεί απάντηση στο νόμιμο δικαίωμα των ενδιαφερομένων οικογενειών και να τεθεί τέρμα στην αγωνία και αβεβαιότητά τους. 


Στις 4 Μαΐου 2000, το Υπουργικό Συμβούλιο απεφάσισε όπως οι οικογένειες 126 αγνοουμένων προσώπων, τα ονόματα των οποίων δεν είχαν υποβληθεί στην Επιτροπή Αγνοουμένων, ενημερωθούν για το περιεχόμενο του φακέλου του καθενός από αυτούς, καθώς και για τους λόγους της μη συμπερίληψης των υποθέσεών τους στον κατάλογο που είχε υποβληθεί στην Επιτροπή Αγνοουμένων. Η έρευνα γι αυτές τις υποθέσεις συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από τις υποθέσεις αυτές, 22 αγνοούμενοι έχουν αναγνωρισθεί κατά τις προαναφερθείσες εκταφές του 1999.


Επιπρόσθετα, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει αποφασίσει να δημοσιεύσει τον κατάλογο προσώπων τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται στα αρχεία της κυβερνητικής Υπηρεσίας Αγνοουμένων Προσώπων, ως προσώπων που η τύχη τους αγνοείται. Ο κατάλογος έχει επίσημα δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 10 Ιουλίου 2000. 


Το Υπουργικό Συμβούλιο απεφάσισε επίσης να διορίσει Επιτροπή με όρους εντολής την ετοιμασία καταλόγων Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων υπηκόων που έχουν σκοτωθεί κατά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974 ή σαν αποτέλεσμα αυτών. Οι σχετικοί κατάλογοι έχουν δημοσιευθεί στον Τύπο. 


Μέτρα για διακρίβωση της τύχης των Τουρκοκυπρίων Αγνοουμένων

Στις 12 Μαΐου 2003, η κυβέρνηση δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τον κατάλογο με τα ονόματα των Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων. Στις 5 Ιουνίου 2003 πληροφόρησε τους συγγενείς των Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων ότι μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που εξασφάλισε η κυβέρνηση σχετικά με τις έρευνες που είχαν διεξαχθεί μέχρι τότε και σε οποιαδήποτε αποτελέσματα για διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων συγγενών τους. 


Πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους οι αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίες αναφορικά με την τύχη 201 Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων της περιόδου 1963-1967 και του 1974, καθώς και των χώρων ταφής τους, έχουν επίσημα διαβιβασθεί στη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές οι 201 περιπτώσεις έχουν υποβληθεί από τους Τουρκοκυπρίους στην Επιτροπή Αγνοουμένων. Οι πιο πάνω πληροφορίες διαβιβάσθηκαν μέσω των Ηνωμένων Εθνών προς την Τουρκοκυπριακή πλευρά στις αρχές του 1998 στο πλαίσιο της εφαρμογής της Συμφωνίας της 31ης Ιουλίου 1997.


Στις 6 Δεκεμβρίου 2002, μια διερευνητική εκσκαφή σε ταφικό χώρο που περιείχε τα λείψανα Τουρκοκυπρίων Αγνοουμένων διεξήχθη στο χωριό Αλαμινός της επαρχίας Λάρνακας. Η διερευνητική αυτή εκσκαφή έγινε από ομάδα της μη κυβερνητικής Οργάνωσης «Γιατροί για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα».


Η κυβέρνηση έχει προβεί σε διευθετήσεις για τη δημιουργία μιας Τράπεζας DNA, καθώς και μιας Τράπεζας Προθανατίων Δεδομένων και άλλων απαραιτήτων πληροφοριών από τους συγγενείς αγνοουμένων Τουρκοκυπρίων και άλλων που σκοτώθηκαν κατά την περίοδο 1963-1967 και 1974. Αυτό γίνεται για να ενισχυθούν οι προσπάθειες για τη διερεύνηση της τύχης των αγνοουμένων προσώπων, ανάλογα με την περίπτωση, τον τόπο της ταφής, την εκταφή και ταυτοποίηση αυτών των λειψάνων και της παράδοσής τους στους συγγενείς, για την πρέπουσα ταφή σύμφωνα με τα θρησκευτικά έθιμα και της παραδόσεις των επηρεαζομένων οικογενειών.


Αμερικανοί αγνοούμενοι της τουρκικής εισβολής

Ανάμεσα στους αγνοούμενους της τουρκικής εισβολής υπάρχουν πέντε Αμερικανοί πολίτες κυπριακής καταγωγής, των οποίων οι υποθέσεις έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή Αγνοουμένων της Κύπρου. Βασισμένος σε Απόφαση του Κογκρέσου των ΗΠΑ ημερομηνίας 19 Οκτωβρίου 1994 σχετικά με τους Αμερικανούς πολίτες που αγνοούνται στην Κύπρο, η οποία υπεγράφη από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, ο Λευκός Οίκος εξουσιοδότησε το Υπουργείο Εξωτερικών να διεξάγει έρευνα για την τύχη τους, καθήκον το οποίο ανατέθηκε στον Πρέσβη Ρόμπερτ Ντίλον. Τον Μάιο 1998, ο Πρόεδρος Κλίντον υπέγραψε και υπέβαλε στο Κογκρέσο την «Έκθεση του Προέδρου προς το Κογκρέσο για την έρευνα σχετικά με την τύχη Αμερικανών πολιτών, που αγνοούνταν στην Κύπρο από το 1974». Σύμφωνα με την Έκθεση Ντίλον, η έρευνα εξακρίβωσε πλήρως την τύχη ενός από τους πέντε αγνοούμενους Αμερικανούς πολίτες, του Ανδρέα Κασάπη, του οποίου τα λείψανα αναγνωρίστηκαν με τη μέθοδο του DNA κι επεστράφησαν στην οικογένειά του για ταφή στις 22 Ιουνίου 1998.


Στο τέλος της Έκθεσης Ντίλον αναφέρεται καθαρά ότι η Κυβέρνηση των ΗΠΑ «θα συνεχίσει να παρακολουθεί πρόσθετες πληροφορίες που λαμβάνει για την τύχη των αγνοουμένων της (Αμερικανών πολιτών). Βασισμένη σ’ αυτή τη δήλωση, η Κυπριακή Κυβέρνηση έχει επανειλημμένα ζητήσει την πλήρη εφαρμογή της Απόφασης του Κογκρέσου του 1994 σχετικά με τους εναπομείναντες αγνοουμένους Αμερικανούς πολίτες και την ολοκλήρωση της έρευνας, ώστε η τύχη τους να διακριβωθεί, όπως και στην περίπτωση του Κασάπη, με συγκεκριμένη και πειστική μαρτυρία.


Τελευταίες Εξελίξεις

Μετά από διάφορες προσπάθειες και μονομερή μέτρα που έλαβε η Ελληνοκυπριακή πλευρά στο θέμα των αγνοουμένων, και στο πλαίσιο της Συμφωνίας της 31ης Ιουλίου, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών επαναβεβαίωσε το ενδιαφέρον του για το πρόβλημα των αγνοουμένων προσώπων στην Κύπρο και υπέβαλε προτάσεις, αποστέλλοντας επιστολές στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και στον Τουρκοκύπριο ηγέτη, τον Δεκέμβριο του 2003 και τον Αύγουστο του 2004. Οι προτάσεις του Γενικού Γραμματέα αποσκοπούσαν να συμβάλουν στην ευόδωση των προσπαθειών και στη δημιουργία της απαραίτητης δυναμικής προς την κατεύθυνση επίλυσης του ανθρωπιστικού θέματος των αγνοουμένων.


Στις 10 Αυγούστου 2004, σε απαντητική επιστολή του προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επανατόνισε ότι αποδέχεται τις προτάσεις του, υποδεικνύοντας ότι η Ελληνοκυπριακή πλευρά θα έκανε κάθε τι δυνατό για την εφαρμογή τους. Η Κυπριακή Κυβέρνηση εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για το ενδιαφέρον και τις προσπάθειές του προς επίλυση του προβλήματος, προς όφελος των οικογενειών και την αποκατάσταση και πλήρη εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. 


Επαναδραστηριοποίηση της ΔΕΑ

Μετά από αδράνεια σχεδόν πέντε ετών, η Επιτροπή Αγνοουμένων συνήλθε ξανά στις 30 Αυγούστου 2004. Σύμφωνα με δελτίο τύπου που εξέδωσε η Επιτροπή (30.08.2004) οι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μέλη της Επιτροπής επαναβεβαίωσαν την πλήρη δέσμευση και τον απώτερο στόχο τους να επιλύσουν το ανθρωπιστικό πρόβλημα, το οποίο επηρεάζει εξίσου τις οικογένειες και στις δύο κοινότητες. Στις 17 Νοεμβρίου 2004, η ΔΕΑ απηύθυνε έκκληση σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους να κοινοποιήσουν στο Γραφείο της Επιτροπής οποιαδήποτε πληροφορία είχαν στην κατοχή τους σχετικά με την τύχη ή τα λείψανα Ελληνοκυπρίων ή Τουρκοκυπρίων καταχωρημένων ως αγνοουμένων, υποδεικνύοντας ότι «οποιαδήποτε πληροφορία δινόταν θα τύγχανε αυστηρά εμπιστευτικού χειρισμού». 


Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω εξελίξεων, τα ΗΕ ανακοίνωσαν στις 14 Απριλίου 2006 την απόφασή τους να διορίσουν νέο Τρίτο Μέλος της ΔΕΑ. Το Συμβούλιο Ασφαλείας, στο ψήφισμα 1687/2006 που υιοθέτησε στις 15/6/2006, επανέλαβε την έκκλησή του «προς τα μέρη να εκτιμήσουν και αντιμετωπίσουν το ανθρωπιστικό θέμα των αγνοουμένων με τη δέουσα επιμονή και σοβαρότητα», καλωσόρισε δε «την επανάληψη των δραστηριοτήτων της ΔΕΑ από τον Αύγουστο του 2004, καθώς και τον διορισμό από τον Γενικό Γραμματέα του Τρίτου Μέλους».


Ο κ. Κριστόφ Ζιρό, Ελβετός υπήκοος, ο οποίος υπηρέτησε με τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό σε διάφορα μέρη του κόσμου, ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του σε μια επίσημη τελετή, που έγινε στις 3 Ιουλίου 2006 στην κατοικία του Ειδικού Αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα των ΗΕ κ. Μάικελ Μόλλερ, εντός της Ελεγχόμενης από τα Ηνωμένα Έθνη Περιοχής. Στην εκδήλωση παρέστη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης κ. Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, οι οποίοι προέβησαν σε από κοινού έκκληση προς τη διεθνή κοινότητα για επείγουσες και γενναιόδωρες εισφορές στο έργο της Επιτροπής. 


Η ΔΕΑ έχει ήδη πραγματοποιήσει αριθμό εκταφών, ενώ το νέο της ανθρωπολογικό εργαστήρι έχει ολοκληρωθεί και εξοπλιστεί και άρχισε τις αναλύσεις των λειψάνων που έχουν εκταφεί. Η επιστημονική εργασία εκτελείται υπό την καθοδήγηση της Αργεντινής διεθνούς ομάδας EAAF. Οι γενετικές αναλύσεις και η ταυτοποίηση των λειψάνων με τη μέθοδο DNA γίνονται στα εργαστήρια του Κυπριακού Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής.


Η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει εκδηλώσει την υποστήριξή της στις προσπάθειες της ΔΕΑ, με χρηματοδότηση της Επιτροπής. Από τον Σεπτέμβριο του 2005, έχουν παραχωρηθεί στην ΔΕΑ περίπου 700,000 ευρώ, ενώ η Κυβέρνηση σχεδιάζει να αυξήσει ακόμα περισσότερο τη συνεισφορά της στα επόμενα χρόνια. 


Η επαναδραστηριοποίηση της ΔΕΑ έχει επίσης προκαλέσει το ενδιαφέρον των Ευρωπαϊκών χωρών, που επιθυμούν να συμβάλουν στο ανθρωπιστικό της έργο. Η Βρετανία έχει συνεισφέρει $50,000 δολλάρια κι άλλη μια δωρεά £45,000, ενώ η κυβέρνηση της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γερμανίας έχει στηρίξει την ΔΕΑ με 100,000 ευρώ για το έργο των εκταφών και ταυτοποίησης. 
Η ανανεωμένη δραστηριότητα της ΔΕΑ, ενισχυμένη με τον πρόσφατο διορισμό του κ. Κριστόφ Ζιρό ως Τρίτου Μέλους, αποτελεί σημαντικό βήμα προς τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων της Κύπρου. Ωστόσο, οι δυνατότητες έρευνας της ΔΕΑ περιορίζονται στην Κύπρο, χωρίς να επεκτείνονται και στην Τουρκία, όπου σύμφωνα με καθοριστική τεκμηρίωση, είχαν μεταφερθεί μερικοί από τους αγνοούμενους και κρατηθεί αιχμάλωτοι μετά τη σύλληψή τους από τις κατοχικές δυνάμεις. 


Η Κυπριακή κυβέρνηση καλωσορίζει την επαναδραστηριοποίηση της ΔΕΑ και εκφράζει την ελπίδα ότι το έργο της Επιτροπής θα ρίξει φως στο ανθρωπιστικό θέμα των αγνοουμένων προσώπων. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση τονίζει ότι οι όροι εντολής της ΔΕΑ δεν της επιτρέπουν να διενεργήσει αποτελεσματική έρευνα, καλεί δε τα Ηνωμένα Έθνη ιδιαίτερα και γενικά τη διεθνή κοινότητα, να διασφαλίσουν ότι θα ασκηθεί στην Τουρκία η αναγκαία πίεση, ώστε να πραγματοποιήσει άμεση και αποτελεσματική έρευνα για τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων, όπως διαλαμβάνεται στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (παρατίθεται πιο κάτω). 


Απόφαση Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (10 Μαΐου 2001)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχε εξετάσει το θέμα των αγνοουμένων προσώπων μετά από τέσσερις προσφυγές της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας (Προσφυγές υπ’ αρ, 67801/74, 6950/75, 8007/77, 25781/94). Οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που υιοθετήθηκαν αντίστοιχα το 1976, 1983 και 1999 τόνιζαν ότι η Τουρκία είχε παραβιάσει θεμελιώδη άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 


Στην Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου κατά της Τουρκίας (Προσφυγή υπ’ αρ. 25781/94), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) απεφάσισε στις 10 Μαΐου 2001 ότι οι Τουρκικές αρχές δεν είχαν ποτέ διερευνήσει τους ισχυρισμούς συγγενών ότι αγνοούμενοι είχαν εξαφανιστεί μετά από κράτησή τους υπό συνθήκες που δημιουργούσαν πραγματική ανησυχία για την ασφάλειά τους. Επιπρόσθετα, το ΕΔΑΔ απεφάσισε ότι η αποτυχία της Τουρκίας να διερευνήσει αποτελεσματικά, με σκοπό να διευκρινίσει, την τύχη των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων, που είχαν εξαφανιστεί σε απειλητικές για τη ζωή τους συνθήκες, ήταν μια συνεχής παραβίαση των διαδικαστικών υποχρεώσεων σύμφωνα με το Άρθρο 2 της Σύμβασης για την προστασία του δικαιώματος ζωής. Ακόμα το Δικαστήριο απεφάσισε ότι η αποτυχία των αρχών της Τουρκικής Δημοκρατίας αποτελούσε συνεχή παραβίαση του Άρθρου 5 της Σύμβασης, αναφορικά με οποιαδήποτε αγνοούμενα πρόσωπα τα οποία κατά το χρόνο της εξαφάνισής τους βρίσκονταν υπό κράτηση. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι «η σιωπή των αρχών … ενόψει των πραγματικών ανησυχιών των συγγενών των αγνοουμένων φθάνει σε τέτοιο επίπεδο σοβαρότητας, το οποίο μπορεί να κατηγοριοποιηθεί μόνο ως απάνθρωπη μεταχείριση εντός της έννοιας του Άρθρου 3». 


Λόγω της μη συμμόρφωσης της Τουρκίας με την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στην 928η συνάντηση των Αναπληρωτών Υπουργών στις 7 Ιουνίου 2005, υιοθέτησε το μοναδικό ως τώρα σε Διακρατική υπόθεση, Ενδιάμεσο Ψήφισμα αναφορικά με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) της 10ης Μαίου 2001 στην Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου κατά της Τουρκίας.


Το Ενδιάμεσο Ψήφισμα απαιτούσε μεταξύ άλλων όπως ληφθούν από την Τουρκία αποτελεσματικά μέτρα προς χειρισμό επιτέλους του τραγικά άλυτου ανθρωπιστικού προβλήματος των αγνοουμένων προσώπων, 30 χρόνια μετά την εισβολή. Το Ψήφισμα:
  • Ζητά από την Τουρκία να εντατικοποιήσει τις προσπάθειές της για πλήρη και ολοκληρωμένη εκτέλεση της αποφάσεως,
  • Υπογραμμίζει ιδιαίτερα ότι επείγει η επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων αναφορικά με την αποτελεσματική διερεύνηση της τύχης των αγνοουμένων,
  • Αποφασίζει όπως συνεχίσει να παρακολουθεί την πρόοδο που επιτεύχθηκε μέχρι να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα.
    Στις προσπάθειές της να αποφύγει συμμόρφωση με την απόφαση, η Τουρκία έχει αναφερθεί επανειλημμένα στην Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ), που εγκαθιδρύθηκε το 1981 σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης. Εντούτοις, τόσο η Επιτροπή στην Έκθεσή της, και αργότερα το Δικαστήριο στην απόφασή του, μετά από διεξοδική μελέτη, διαπίστωσαν ότι η Επιτροπή Αγνοουμένων δεν είναι το βήμα όπου μπορεί να διεξαχθεί μια αποτελεσματική διερεύνηση. 

    Η Τουρκία, στα επιχειρήματά της προς την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, παρουσιάζει την ΔΕΑ ως υποκατάστατο του μηχανισμού που είναι υποχρεωμένη να δημιουργήσει η ίδια. Δυστυχώς, με τέτοια στάση η Τουρκία συνεχίζει να αποφεύγει τις ευθύνες της για διερεύνηση της τύχης των αγνοουμένων και παροχή όλης της σχετικής πληροφόρησης για τα μέτρα που λαμβάνει προς διόρθωση των παραβιάσεων, για τις οποίες το Δικαστήριο έχει βρει την Τουρκία υπεύθυνη, πράγμα που σημαίνει τη διεξαγωγή των αναγκαίων ερευνών για εξακρίβωση της τύχης των Ελληνοκυπρίων που έχουν χαθεί σαν αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής του 1974. 


    Σε αυτά τα πλαίσια, το Ενδιάμεσο Ψήφισμα υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο στην παρ. 135 της απόφασης στην υπόθεση Κύπρος κατά Τουρκίας, διαπίστωσε ότι «οι επίμαχες διαδικαστικές υποχρεώσεις του κατηγορούμενου κράτους δεν μπορούν να εκπληρωθούν με τη συμβολή του στο ερευνητικό έργο της ΔΕΑ. Όπως και η Επιτροπή, το Δικαστήριο σημειώνει ότι αν και οι διαδικασίες της ΔΕΑ είναι αναμφίβολα χρήσιμες για τον ανθρωπιστικό σκοπό για τον οποίο έχουν δημιουργηθεί, δεν επαρκούν από μόνες τους για να ανταποκριθούν στα επίπεδα μιας αποτελεσματικής έρευνας, όπως απαιτείται από το Άρθρο 2 της Σύμβασης, ιδιαίτερα ενόψει του περιορισμένου πεδίου έρευνας αυτού του σώματος». 


    Το πιο πάνω Ενδιάμεσο Ψήφισμα της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με το θέμα, το οποίο καλούσε την Τουρκία «να προνοήσει για τη λήψη των απαραιτήτων μέτρων, επιπρόσθετα της συμβολής της στο έργο της ΔΕΑ, ώστε η αποτελεσματική διερεύνηση που απαιτείται από την Απόφαση του Δικαστηρίου, να μπορεί να διεξαχθεί το ταχύτερο δυνατό», επαναλήφθηκε στην τελευταία Έκθεση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στο Ζήτημα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Κύπρο, που υπεβλήθη σύμφωνα με την Απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 2005/103 (E/CN/2006/31, ημερ. 27/03/2006). 


    «Μελέτη για το Δικαίωμα στην Αλήθεια»: Έκθεση του Γραφείου του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα»

    Το ζήτημα των αγνοουμένων της Κύπρου και η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Κύπρος Vs Τουρκίας έχει προσφέρει έδαφος για ενδιαφέροντα συμπεράσματα στο διεθνές πεδίο. Σύμφωνα με την «Μελέτη για το Δικαίωμα στην Αλήθεια», στενά συνδεδεμένο με το θέμα των αγνοουμένων, ημερ. 8/2/2006, 
    «το δικαίωμα της αλήθειας έχει χαρακτηριστεί σαν αναπόσπαστο δικαίωμα από τη Δέσμη Αρχών και στη νομολογία των διαφόρων διακυβερνητικών σωμάτων και δικαστηρίων στο διεθνές περιφερειακό και εθνικό επίπεδο». Μεγάλος αριθμός δικαστηρίων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο έχουν χαρακτηρίσει τη μη πληροφόρηση των συγγενών των θυμάτων από το Κράτος για την τύχη θυμάτων εξαφάνισης ως ισοδύναμη με βασανιστήρια ή κακομεταχείριση, που θεωρείται παγκοσμίως ως απαγόρευση για την οποία δεν επιτρέπεται η παρέκκλιση». 

    Η πιο πάνω Έκθεση του Γραφείου του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα αναφέρεται στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τους Αγνοουμένους της Κύπρου (11/1/1983) καθώς και στην προαναφερθείσα απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην 4η Διακρατική προσφυγή της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας: 
    «Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν έχει ασχοληθεί άμεσα με το θέμα του δικαιώματος στην αλήθεια, αλλά το έχει συναγάγει ως μέρος του δικαιώματος να μην υποβάλλεται κανείς σε βασανιστήρια ή κακομεταχείριση, του δικαιώματος για αποτελεσματική θεραπεία και του δικαιώματος για αποτελεσματική διερεύνηση, καθώς και να ενημερωθεί για τα αποτελέσματα. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η μη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας εκ μέρους του Κράτους «με σκοπό να διευκρινιστεί η τύχη» των «αγνοουμένων προσώπων που έχουν εξαφανιστεί υπό συνθήκες επικίνδυνες για τη ζωή τους, συνιστά συνεχή παραβίαση των διαδικαστικών υποχρεώσεων για προστασία του δικαιώματος ζωής».

    Η πολιτική της Κυπριακής Κυβέρνησης

    Στόχος της κυβέρνησης είναι να διακριβώσει την τύχη κάθε αγνοούμενου προσώπου στη βάση συγκεκριμένων και τεκμαρτών αποδείξεων. Γι αυτό το λόγο, η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αποδεχθεί «την υπόθεση του θανάτου» ως λύση αυτού του ανθρωπιστικού προβλήματος. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο προς τις ανθρωπιστικές αρχές και την πρακτική, καθώς δεν απαντά στο νόμιμο δικαίωμα των οικογενειών, να πληροφορηθούν για την τύχη των αγαπημένων τους με πειστικό και καθοριστικό τρόπο και να τους δοθούν τα λείψανά τους για την πρέπουσα ταφή, αν αποδειχτούν νεκροί.
    Η προσέγγιση αυτή δεν περιορίζεται στους Ελληνοκύπριους αγνοούμενους, αλλά και στους Τουρκοκυπρίους. Το 2001, ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Κασουλίδης εξέφρασε την ετοιμότητα της Κυβέρνησης να προχωρήσει με εκταφές αγνοουμένων Τουρκοκυπρίων που είχαν σκοτωθεί στη διάρκεια της εισβολής του 1974 και ταφή σε περιοχές που βρίσκονται στην ελεγχόμενη από το κράτος περιοχή. Επιπρόσθετα, ο κ. Κασουλίδης έκανε έκκληση στους συγγενείς των Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων να δώσουν δείγματα αίματος και προθανάτια πληροφόρηση, ώστε να βοηθηθούν οι επιστήμονες στην ταυτοποίηση των λειψάνων με τη μέθοδο του DNA. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης κ. Ραούφ Ντενκτάς είχε δηλώσει τότε ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν πρόκειται να δώσουν αίμα, «ούτε ένα κόκκο σκόνης», για το σκοπό αυτό (Εφημερίδα «Γιενί Ντεμοκράτ», 26.6.2001).


    Ανεξάρτητα από την αρνητική στάση της Τουρκικής πλευράς, η Κυπριακή κυβέρνηση έχει δείξει την υποστήριξή της στις προσπάθειες για διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων, με τη θετική στάση της και συνεχή υποστήριξη σε όλες τις προσπάθειες που αποσκοπούν στη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων, λαμβάνοντας πολλά μονομερή μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση και υποστηρίζοντας πρακτικά το έργο της ΔΕΑ. 


    Η κυβέρνηση κάνει έκκληση σε όλους τους εμπλεκόμενους να συνεργαστούν, ειδικά στην κυβέρνηση της Τουρκικής Δημοκρατίας η οποία, ως η χώρα που ευθύνεται για την εξαφάνιση των αγνοουμένων προσώπων, με βάση την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Κύπρος Vs Τουρκίας, κατέχει όλες τις αποδείξεις και πληροφορίες αναφορικά με την τύχη τους. Η Τουρκία έχει τη νομική και ηθική ευθύνη να συνεργαστεί στην προσπάθειες αποκατάστασης των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των αγνοουμένων και των οικογενειών τους στην Κύπρο.


    Η Κυπριακή κυβέρνηση πιστεύει επίσης ότι είναι καιρός για την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης να αναλάβει ενεργότερο ρόλο και να θέσει αυστηρά χρονοδιαγράμματα, να απαιτήσει την παροχή πληροφοριών και να καθορίσει τα βήματα που πρέπει να ληφθούν για την πλήρη συμμόρφωση της Τουρκίας με την απφαση του ΕΔΑΔ. Άρα η Επιτροπή Υπουργών θα πρέπει να ζητήσει από την Τουρκία σ’αυτό το στάδιο, να παράσχει τα ακόλουθα: 
      1. Καταλόγους με τον πλήρη αριθμό των Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων πολέμου που είχαν μεταφερθεί στην Τουρκία και όχι μόνο των περιπτώσεων εκείνων που αναφέρονται στους καταλόγους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, οι οποίοι είχαν τότε απελευθερωθεί από τις τουρκικές φυλακές και μεταφερθεί πίσω στην Κύπρο στην παρουσία εκπροσώπων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.
      2. Συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τους Ελληνοκύπριους αιχμαλώτους πολέμου, οι οποίοι ήταν καταγραμμένοι σε έγγραφα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και για τους οποίους δεν έχουν μέχρι στιγμής δοθεί πειστικές απαντήσεις.
      3. Συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τους αιχμαλώτους πολέμου, οι οποίοι είχαν συλληφθεί και μεταφερθεί στην Τουρκία, πριν από την πλήρη ενεργοποίηση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.
      4. Στρατιωτικές εκθέσεις και αρχεία που είχε ετοιμάσει ο τουρκικός στρατός το 1974 σχετικά με τον αριθμό των αιχμαλώτων πολέμου που μεταφέρθηκαν στην Τουρκία και κρατήθηκαν σε τουρκικές φυλακές.
      5. Να προμηθεύσει διεθνείς οργανισμούς με εκθέσεις που ετοίμασε ο τουρκικός στρατός, σχετικά με πληροφορίες για «καθαρισμό» των πεδίων μάχης, περιλαμβανομένων τεκμηρίων που αφορούν τον αριθμό νεκρών Ελληνοκυπρίων και τον αριθμό Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων πολέμου.
      6. Εκθέσεις του τουρκικού στρατού, αναφορικά με πληροφορίες για τον αριθμό των Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων αξιωματικών που είχαν σκοτωθεί ή συλληφθεί το 1974.
      7. Πληροφορίες αναφορικά με τον αριθμό των αιχμαλώτων πολέμου που είχαν κρατηθεί σε φυλακές της Τουρκίας και μεταφέρθηκαν σε τουρκικά νοσοκομεία για ιατρικούς λόγους.
      8. Φωτογραφίες του κάθε Ελληνοκύπριου που μεταφέρθηκε και κρατήθηκε στην Τουρκία το 1974. Σύμφωνα με πληροφορίες που έδωσαν Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι πολέμου, που είχαν κρατηθεί σε φυλακές της Τουρκίας και μετά απελευθερώθησαν και μεταφέρθηκαν πίσω στην Κύπρο, ο τουρκικός στρατός είχε τραβήξει δύο φωτογραφίες του κάθε αιχμαλώτου.

    Αν η Τουρκία δεν ανταποκριθεί για μια ακόμα φορά στα πιο πάνω, η Κυπριακή Κυβέρνηση πιστεύει ότι είναι καιρός να συσταθεί άμεσα μια μέθοδος και μια διαδικασία, που θα πρέπει να ακολουθήσει η Τουρκία, κάτω από τη στενή επίβλεψη και παρακολούθηση της Επιτροπής, ώστε να διεξαχθεί μια άμεση και αποτελεσματική διερεύνηση της τύχης των αγνοουμένων.


    Οκτώβριος, 2006



  • No documents found

    _______________________________________________
    Πνευματικά Δικαιώματα © Κυπριακή Δημοκρατία 2024,
    Υπουργείο ΕξωτερικώνΠρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Βιέννη

    Σχεδιασμός και Ανάπτυξη: Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής